Η ταινία του Nagisa Oshima σόκαρε κοινό και κριτικούς κατά την προβολή της το 1976 ενώ αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα φιλμ όλων των εποχών, με την διαφωνία για το αν πρόκειται για δημιουργία υψηλής καλλιτεχνικής αξίας ή απλά για πορνογραφία να συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το φιλμ βασίζεται σε ένα αληθινό περιστατικό, το οποίο σόκαρε την κοινή γνώμη όταν έγινε γνωστό, το 1936.
Η Σάντα Άμπε ήταν μια πρώην πόρνη, η οποία είχε μια θυελλώδη ερωτική σχέση με τον Κιτσίζο Ισίντα, ιδιοκτήτη του εστιατόριου που εργαζόταν, ο οποίος συχνά της ζητούσε να του προκαλεί ερωτική ασφυξία.
Στις 16 Μαΐου 1936 και ενώ αυτός κοιμόταν, τον στραγγάλισε και στην συνέχεια του ακρωτηρίασε τα γεννητικά όργανα, τα οποία κράτησε πάνω της για τρεις μέρες, μέχρι την σύλληψη της από την αστυνομία.
Η ταινία του Oshima περιγράφει αυτή τη σχέση, διατηρώντας μάλιστα τα αληθινά ονόματα των πρωταγωνιστών.
Κατ'αυτόν τον τρόπο, η Σάντα Άμπε εργάζεται στο ξενοδοχείο του Κιτσίζο Ιτσίντα, ο οποίος αρχικά την κακοποιεί, αλλά στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση μαζί της, σε σημείο που εγκαταλείπει την σύζυγό του για να αφοσιωθεί στην ερωμένη του.
Η σχέση τους, αργά αλλά σταθερά, δηλητηριάζεται από την κτητικότητα και την ζήλια της Άμπε και την εμμονή του Ιτσίντα για ερωτικούς πειραματισμούς.
Το φιλμ ακολουθεί την ιστορία των δύο μέσω πληθώρας, ακραίων κυρίως, ερωτικών σκηνών μέχρι την τραγική κατάληξη.
Το σεξ υπήρχε πάντα στις ταινίες του Oshima, συνήθως ως μεταφορά για την πολιτική ισχύ, αλλά αυτή τη φορά, έγινε το κυρίαρχο στοιχείο μιας και ο παθιασμένος έρωτας των δύο πρωταγωνιστών παρουσιάζεται με καθαρά σεξουαλικά όρους.
Το στυλ που ήθελε να ακολουθήσει γίνεται φανερό από το πρώτο δευτερόλεπτο, με τις σκηνές σεξ να είναι συνεχείς και να ακροβατούν μονίμως ανάμεσα στο χυδαίο και το άρτια καλλιτεχνικό.
Το σεξ γίνεται ολόκληρο το κλειστοφοβικό σύμπαν των κεντρικών χαρακτήρων ενώ ο ακρωτηριασμός του φινάλε αποτελεί την απόλυτη χειρονομία κτητικότητας.
Μέσω της διάχυτης αυτής ακρότητας, ο Oshima αποτύπωσε με τον καλύτερο τρόπο ένα από τα χαρακτηριστικά των Ιαπώνων, την αμφισημία που προκύπτει από την αγάπη για κάθε τι ερωτικά ακραίο αλλά και την ντροπή για την αγάπη αυτή, η οποία μάλιστα εκφράζεται και μέσω νόμων του κράτους, με την απεικόνιση γεννητικών οργάνων να απαγορεύεται ακόμα και στην πορνογραφία.
Άλλωστε, ο κοινωνικοπολιτικός στόχος του Oshima ήταν να καταργήσει όλους τους νόμους που έχουν να κάνουν με την δημόσια αιδώ στην χώρα.
Κέρδισε μάλιστα μια δίκη που προήλθε από μήνυση της αστυνομίας για τις εικόνες που περιλάμβανε το φιλμ, αλλά μιας και οι συγκεκριμένοι νόμοι παραμένουν μέχρι και σήμερα, μπορούμε να πούμε πως όσο αναφορά τον συγκεκριμένο στόχο, απέτυχε.
Τεχνικά όμως, κατάφερε να γυρίσει ένα αριστούργημα, το οποίο επωφελείται τα μέγιστα από την εξαιρετικής ομορφιάς φωτογραφία του Χιντέο Ίτο, ο οποίος αποτύπωσε με λεπτομέρεια και ρεαλισμό τις συνθήκες της εποχής.
Η προσήλωση στην λεπτομέρεια και τον ρεαλισμό γίνεται φανερή σε όλους τους τομείς της ταινίας, με τα σκηνικά, τα κουστούμια και το μακιγιάζ να αγγίζουν το τέλειο.
Ο ρεαλισμός αυτός βέβαια αγγίζει και τους υπόλοιπους τομείς, με τις ερωτικές σκηνές ανάμεσα στον Tatsuya Fuji και την Eiko Matsuda να είναι πραγματικές, περιλαμβάνοντας πεολειχία και ένα όργιο με γκέισες όπου χρησιμοποιούνται ερωτικά βοηθήματα.
Η τακτική αυτή οδήγησε τους επικριτές του φιλμ να το χαρακτηρίσουν πορνογράφημα ενώ παράλληλα στέρησε από τους πρωταγωνιστές την αναγνώριση της απόδοσής τους, η οποία είναι εξαιρετική, σε δύο από τους πιο δύσκολους ρόλους στην ιστορία του κινηματογράφου.
Οι οπαδοί της ταινίας από την άλλη εκθειάζουν την απεικόνιση μιας ερωτικής σχέσης που ξεπέρασε κάθε όριο ακρότητας.
Ο Oshima αναγκάστηκε να απομακρύνει λαθραία το φιλμ από την Ιαπωνία και να το μεταφέρει στην Γαλλία, όπου το βάφτισε γαλλοιαπωνική παραγωγή, για να μπορέσει να το ολοκληρώσει.
Κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας του στους κινηματογράφους είτε απαγορεύτηκε είτε υπέστη εκτεταμένη λογοκρισία σε χώρες όπως οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Γερμανία και η Ιαπωνία ενώ χρειάστηκε να φτάσουμε στην δεκαετία του ΄90 για να προβληθεί ολόκληρο, χωρίς περικοπές.
Στην Ιρλανδία είναι ακόμα και σήμερα απαγορευμένο.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.