Το αριστούργημα του Mikio Naruse αποτελεί μια ωδή στον ρεαλισμό και τον μινιμαλισμό, καθώς και μία μελέτη της θέσης της γυναίκας στην ιαπωνική κοινωνία του '60, πλήρως απαλλαγμένη από κάθε είδους ψευδαισθήσεις.
Κάθε απόγευμα, η νεαρή χήρα Κέικο, πηγαίνει από το μικρό διαμέρισμά της σε ένα μπαρ της Γκίνζα όπου ψυχαγωγεί επιχειρηματίες μετά το τέλος της δουλειάς τους.
Λόγω της συμπονετικής και ευγενικής φύσης της, οι νεαρότερες κοπέλες του μαγαζιού την αποκαλούν «μαμά», αναγνωρίζοντας την λεπτότητα και την γοητεία της ως το άπιαστο πρότυπο του επαγγέλματός τους.
Ο Κενίτσι, ο διαχειριστής του μπαρ την σέβεται εξίσου ενώ τρέφει και αισθήματα για εκείνη, τα οποία όμως κρύβει κρατώντας μια απόσταση, και διατηρώντας παράλληλα μια σχέση χωρίς νόημα με μία φιλόδοξη νεαρή μπαργούμαν, την Τζούνκο.
Οι καιροί έχουν αλλάξει και τα υπόλοιπα μπαρ της μοντέρνας πλέον, μεταπολεμικής Γκίνζα, καταφεύγουν σε «κακόγουστες» τακτικές για να προσελκύσουν πελάτες σε μία άκρως ανταγωνιστική αγορά.
Η Κέικο όμως αρνείται να επιδοθεί σε τακτικές όπως το μοντέρνο ντύσιμο και την αποδοχή ανεπιθύμητων ερωτικών προτάσεων των πελατών.
Καταυτόν τον τρόπο και όντας πανέμορφη και υποκριτικά συνεσταλμένη, η Κέικο δείχνει πως δεν της ταιριάζει καθόλου το επάγγελμά της.
Όντας σε μια ηλικία που θεωρούνταν μεγάλη εκείνη την εποχή (30 ετών), και έχοντας να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές απαιτήσεις για την ηλικιωμένη μητέρα της και τον άτυχο αδερφό της βρίσκεται πλέον σε ένα προσωπικό και επαγγελματικό σταυροδρόμι: Να ανοίξει ένα δικό της μπαρ ώστε να γίνει ανεξάρτητη οικονομικά ή να παντρευτεί και να βασιστεί στον σύζυγό της.
Στην πρώτη περίπτωση, χρειάζεται την οικονομική στήριξη των πελατών της, οι οποίοι, δεδομένα θα απαιτούσαν ανάλογες χάρες.
Στην δεύτερη, θα πρέπει να παραβεί τον όρκο που έδωσε στον αγαπημένο σύζυγο της.
Ο Naruse δημιουργεί ένα εκλεπτυσμένα συνειδητοποιημένο, μελαγχολικό και βαθύτατα τρυφερό πορτραίτο της αξιοπρέπειας και της καρτερικότητας.
Χρησιμοποιώντας το επαναλαμβανόμενο πλάνο της Κέικο που ανεβαίνει τα σκαλιά προς το μπαρ, αποτυπώνει την μετάβαση από την πραγματική της ζωή στην επαγγελματική, η οποία ουσιαστικά απαιτεί από αυτήν να μια ριζική μεταμόρφωση.
Η δύναμη που απαιτείται για να ασκήσει το, κατά βάθος επαίσχυντο, επάγγελμά της αποτυπώνεται στην αφήγηση της ίδιας στην αρχή της ταινίας: «Όταν σκοτεινιάζει, πρέπει να ανέβω τις σκάλες, και το μισώ.
Αφού όμως έχω ανέβει, μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα».
Η χαρακτηριστική απαισιοδοξία του Ναρούσε δεν λείπει ούτε από αυτήν την ταινία.
Όταν η Κέικο κάνει μια κίνηση προς την ελευθερία της, όλα πάνε στραβά.
Η Κέικο όμως αρνείται να επιδοθεί σε τακτικές όπως το μοντέρνο ντύσιμο και την αποδοχή ανεπιθύμητων ερωτικών προτάσεων των πελατών.
Καταυτόν τον τρόπο και όντας πανέμορφη και υποκριτικά συνεσταλμένη, η Κέικο δείχνει πως δεν της ταιριάζει καθόλου το επάγγελμά της.
Όντας σε μια ηλικία που θεωρούνταν μεγάλη εκείνη την εποχή (30 ετών), και έχοντας να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές απαιτήσεις για την ηλικιωμένη μητέρα της και τον άτυχο αδερφό της βρίσκεται πλέον σε ένα προσωπικό και επαγγελματικό σταυροδρόμι: Να ανοίξει ένα δικό της μπαρ ώστε να γίνει ανεξάρτητη οικονομικά ή να παντρευτεί και να βασιστεί στον σύζυγό της.
Στην πρώτη περίπτωση, χρειάζεται την οικονομική στήριξη των πελατών της, οι οποίοι, δεδομένα θα απαιτούσαν ανάλογες χάρες.
Στην δεύτερη, θα πρέπει να παραβεί τον όρκο που έδωσε στον αγαπημένο σύζυγο της.
Ο Naruse δημιουργεί ένα εκλεπτυσμένα συνειδητοποιημένο, μελαγχολικό και βαθύτατα τρυφερό πορτραίτο της αξιοπρέπειας και της καρτερικότητας.
Χρησιμοποιώντας το επαναλαμβανόμενο πλάνο της Κέικο που ανεβαίνει τα σκαλιά προς το μπαρ, αποτυπώνει την μετάβαση από την πραγματική της ζωή στην επαγγελματική, η οποία ουσιαστικά απαιτεί από αυτήν να μια ριζική μεταμόρφωση.
Η δύναμη που απαιτείται για να ασκήσει το, κατά βάθος επαίσχυντο, επάγγελμά της αποτυπώνεται στην αφήγηση της ίδιας στην αρχή της ταινίας: «Όταν σκοτεινιάζει, πρέπει να ανέβω τις σκάλες, και το μισώ.
Αφού όμως έχω ανέβει, μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα».
Η χαρακτηριστική απαισιοδοξία του Ναρούσε δεν λείπει ούτε από αυτήν την ταινία.
Όταν η Κέικο κάνει μια κίνηση προς την ελευθερία της, όλα πάνε στραβά.
Αναγκάζεται να υποχωρήσει και λίγο αργότερα, ανεβαίνει και πάλι τις σκάλες.
Οι σκάλες αυτές, παρέχουν μία καθησυχαστική τελετουργία από την συντριπτική δυστυχία της ζωής της και παράλληλα μια απόδειξη του κουράγιου και της αποφασιστικότητας της.
Επιπλέον, ο Naruse χρησιμοποιεί το μοτίβο για να ειρωνευτεί το δόγμα του «φτάνω στην κορυφή», που διέπει τον επιχειρηματικό κόσμο, τα μέλη του οποίου αποτελούν και τους κύριους πελάτες των συγκεκριμένων καταστημάτων.
Η ζωή της Κέικο και ο αγώνας της για επιβίωση και ανεξαρτησία σε μία καθαρά ανδροκρατούμενη κοινωνία είναι η δεύτερη θεματολογία που παρουσιάζει ο Naruse, αποτυπώνοντας τα μόνα όπλα της γυναίκας σε τέτοιες συνθήκες: γοητεία, πονηριά και επινοητικότητα.
Τέλος, κάνει και ένα σαφές σχόλιο για τον θεσμό της οικογενείας και για τους δεσμούς που διέπουν τα μέλη της, οι οποίοι είναι τόσο ισχυροί, που κανένα μέλος δεν μπορεί να σπάσει.
Η Hideko Takamine δίνει μια εξαιρετική παράσταση ως Κέικο, αποτυπώνοντας άψογα έναν άκρως πολύπλοκο χαρακτήρα, ο οποίος ουσιαστικά ζει δύο εντελώς διαφορετικές ζωές.
Η ερμηνεία βρίσκεται σε απόλυτο συγχρονισμό με τον ρεαλισμό του φιλμ, καθώς ερμηνεύει τον χαρακτήρα της χωρίς εξάρσεις, μετρημένα, όπως άλλωστε απαιτούσε η κοινωνία από τη γυναίκα την εποχή εκείνη.
Στη μοναδική στιγμή που ξεφεύγει, όταν βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης, είναι και πάλι εκπληκτική.
Ο Tatsuya Nakadai ως Κενίτσι είναι και αυτός αρκετά καλός, αν και σε σαφώς μικρότερο ρόλο.
Η σκηνή που εξομολογείται τον έρωτά του είναι, αναμφίβολα η πιο εντυπωσιακή στιγμή του.
Το χαρακτηριστικό στυλ του Naruse, που περιλαμβάνει την αφοσίωση στις φυσιολογικές ζωές φυσιολογικών ανθρώπων και απλουστευμένα σενάρια χωρίς κανένα είδος υπερβολής βρήκε το απόγειό του στο συγκεκριμένο φιλμ, κάτι που ισχύει και στον τεχνικό τομέα.
Τα εξωτερικά γυρίσματα για μία ακόμη φορά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, τα σκηνικά είναι απλά σε σημείο που οποιαδήποτε υπερβολή απαγορεύεται και η ασπρόμαυρη φωτογραφία αυστηρή.
Η κινηματογραφική του μέθοδος περιλαμβάνει πληθώρα πλάνων, τα οποία τοποθετούνται το ένα πάνω από το άλλο, διατηρώντας όμως μια εξαιρετική ροή, η οποία καθιστά τα κοψίματα σχεδόν αόρατα, μοιάζοντας, ουσιαστικά, με μία μοναδική συνεχόμενη λήψη.
Τέλος, η χαλαρή τζαζ μουσική επένδυση του Μαγιουζούμι Τόσιρο ταιριάζει απόλυτα με το γενικότερο στυλ της ταινίας, διατηρώντας μια ηρεμία χωρίς σχεδόν καθόλου εξάρσεις.
Η ειλικρίνεια με την οποία ο Naruse καταπιάνεται με το θέμα του, η προσήλωσή του στο θέμα και τον ρεαλισμό και η μοναδική τεχνική του καθιστούν το «Μια Γυναίκα Ανεβαίνει τη Σκάλα» ένα πραγματικό κινηματογραφικό αριστούργημα.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.
Οι σκάλες αυτές, παρέχουν μία καθησυχαστική τελετουργία από την συντριπτική δυστυχία της ζωής της και παράλληλα μια απόδειξη του κουράγιου και της αποφασιστικότητας της.
Επιπλέον, ο Naruse χρησιμοποιεί το μοτίβο για να ειρωνευτεί το δόγμα του «φτάνω στην κορυφή», που διέπει τον επιχειρηματικό κόσμο, τα μέλη του οποίου αποτελούν και τους κύριους πελάτες των συγκεκριμένων καταστημάτων.
Η ζωή της Κέικο και ο αγώνας της για επιβίωση και ανεξαρτησία σε μία καθαρά ανδροκρατούμενη κοινωνία είναι η δεύτερη θεματολογία που παρουσιάζει ο Naruse, αποτυπώνοντας τα μόνα όπλα της γυναίκας σε τέτοιες συνθήκες: γοητεία, πονηριά και επινοητικότητα.
Τέλος, κάνει και ένα σαφές σχόλιο για τον θεσμό της οικογενείας και για τους δεσμούς που διέπουν τα μέλη της, οι οποίοι είναι τόσο ισχυροί, που κανένα μέλος δεν μπορεί να σπάσει.
Η Hideko Takamine δίνει μια εξαιρετική παράσταση ως Κέικο, αποτυπώνοντας άψογα έναν άκρως πολύπλοκο χαρακτήρα, ο οποίος ουσιαστικά ζει δύο εντελώς διαφορετικές ζωές.
Η ερμηνεία βρίσκεται σε απόλυτο συγχρονισμό με τον ρεαλισμό του φιλμ, καθώς ερμηνεύει τον χαρακτήρα της χωρίς εξάρσεις, μετρημένα, όπως άλλωστε απαιτούσε η κοινωνία από τη γυναίκα την εποχή εκείνη.
Στη μοναδική στιγμή που ξεφεύγει, όταν βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης, είναι και πάλι εκπληκτική.
Ο Tatsuya Nakadai ως Κενίτσι είναι και αυτός αρκετά καλός, αν και σε σαφώς μικρότερο ρόλο.
Η σκηνή που εξομολογείται τον έρωτά του είναι, αναμφίβολα η πιο εντυπωσιακή στιγμή του.
Το χαρακτηριστικό στυλ του Naruse, που περιλαμβάνει την αφοσίωση στις φυσιολογικές ζωές φυσιολογικών ανθρώπων και απλουστευμένα σενάρια χωρίς κανένα είδος υπερβολής βρήκε το απόγειό του στο συγκεκριμένο φιλμ, κάτι που ισχύει και στον τεχνικό τομέα.
Τα εξωτερικά γυρίσματα για μία ακόμη φορά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, τα σκηνικά είναι απλά σε σημείο που οποιαδήποτε υπερβολή απαγορεύεται και η ασπρόμαυρη φωτογραφία αυστηρή.
Η κινηματογραφική του μέθοδος περιλαμβάνει πληθώρα πλάνων, τα οποία τοποθετούνται το ένα πάνω από το άλλο, διατηρώντας όμως μια εξαιρετική ροή, η οποία καθιστά τα κοψίματα σχεδόν αόρατα, μοιάζοντας, ουσιαστικά, με μία μοναδική συνεχόμενη λήψη.
Τέλος, η χαλαρή τζαζ μουσική επένδυση του Μαγιουζούμι Τόσιρο ταιριάζει απόλυτα με το γενικότερο στυλ της ταινίας, διατηρώντας μια ηρεμία χωρίς σχεδόν καθόλου εξάρσεις.
Η ειλικρίνεια με την οποία ο Naruse καταπιάνεται με το θέμα του, η προσήλωσή του στο θέμα και τον ρεαλισμό και η μοναδική τεχνική του καθιστούν το «Μια Γυναίκα Ανεβαίνει τη Σκάλα» ένα πραγματικό κινηματογραφικό αριστούργημα.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.