Μόλις δύο χρόνια μετά το θρίαμβο του Carol, ο ταλαντούχος αλλά στάσιμος, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, Todd Haynes επιστρέφει με κάτι που, τουλάχιστον στα χαρτιά έμοιαζε τελείως διαφορετικό από τις προηγούμενες δουλειές του, το οικογενειακό δράμα μυστηρίου Wonderstruck.
Η ταινία μας παρουσιάζει δύο εκ πρώτης όψεως τελείως ανεξάρτητες ιστορίες.
Στην πρώτη, κεντρικός ήρωας είναι ο Ben (Oakes Fegley, Pete's Dragon), ένα 12χρονο αγόρι από την επαρχιακή Μινεσότα, που στα 1977 χάνει τη μητέρα του (Michelle Williams, The Freatest Showman) σε αυτοκινητιστικό και αναγκάζεται να μείνει με τους θείους του.
Ο Ben ποτέ δεν έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του, μιας και η μητέρα του όλο απέφευγε να του απαντήσει, και τελικά δεν πρόλαβε.
Ψάχνοντας τα πράγματά της, βρίσκει το πρώτο στοιχείο για εκείνον και μετά από ένα ατύχημα που τον αφήνει κωφό, εξαφανίζεται και πηγαίνει στην άγνωστη Νέα Υόρκη για να τον αναζητήσει.
Παράλληλα ακολουθούμε και την ιστορία της Rose (Millicent Simmonds), ενός νεαρού κοριτσιού, εκ γενετούς κωφάλαλου, που ζει με την πατέρα της στο New Jersey του 1927.
Η μικρή λατρεύει την ηθοποιό του βωβού, Lillian Mayhew (Julianne Moore, Kingsman: The Golden Circle), και αποφασισμένη να τη δει από κοντά, το σκάει από το σπίτι της και καταλήγει και αυτή στη Νέα Υόρκη για να τη βρει.
Παρά το μισό αιώνα που διαχωρίζει τις δυο ιστορίες, η παράλληλη πορεία τους κάποια στιγμή θα τεμφθεί, συμπληρώνοντας (κάποια από) τα κενά στις ζωές των ηρώων.
Το Wonderstruck είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Brian Selznick (Hugo) με τον συγγραφέα να έχει αναλάβει και τη σεναριακή διασκευή.
Τρία ήταν τα στοιχεία που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τράβηξαν τον Haynes στην επιλογή να μεταφέρει το συγκεκριμένο βιβλίο στη μεγάλη οθόνη, οι δύο ανεξάρτητες ιστορίες σε δύο τόσο διαφορετικές παρελθοντικές στιγμές, ο τρόπος που η κωφότητα που μοιράζονται τα δυο παιδιά επηρεάζει όχι μόνο τη πλοκή αλλά και τις υπόλοιπες αισθήσεις που πρέπει να ενεργοποιήσει ο θεατής για να παρακολουθήσει το φιλμ, και η ευκαιρία να γυρίσει μια ταινία που μπορούν να δουν και τα παιδιά.
Ας τα πάρουμε από την αρχή λοιπόν, να δούμε πως τα πήγε ένα προς ένα.
Οι δύο ανεξάρτητες ιστορίες που εν τέλει συνδέονται προφανώς και δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο και οι θεατές σίγουρα έχουν δει πολλές σαν κι αυτή.
Όσο για τη παρουσίαση δύο period pieces σε ένα, παρότι η παράλληλη θέαση της Νέας Υόρκης σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδου έχει ένα ενδιαφέρον, το υπερβολικά καλογυαλισμένο production design, μας κάνει να το παρακολουθούμε σαν καρτ-ποστάλ και μας αποτρέπει από το να βρεθούμε μέσα τους.
Το σεναριακό εύρημα της κωφότητας των δύο παιδιών δυστυχώς δεν αξιοποιείται παρά ελάχιστα.
Τις μοναδικές στιγμές που αυτό εξυπηρετεί κάτι είναι όταν τα πλάνα μαγεύουν με την ομορφιά τους, κάνοντας το θεατή να αντιληφθεί πόσο περισσότερο εντυπωσιακά γίνονται για ένα μικρό παιδί που έχει χάσει την ακοή του.
Πέραν τούτου, οι επαναλαμβανόμενες σκηνές που βλέπουμε τους χαρακτήρες να προσπαθούν να συνομιλήσουν με σημειώματα σε μπλοκάκια, παρότι ρεαλιστικές, δε προσφέρουν τίποτα παρά χαμένο χρόνο.
Την απάντηση για το αν το Wonderstruck είναι πραγματικά μια ταινία για όλη την οικογένεια, θα αφήσω να τη δώσετε εσείς.
Η πλοκή του φιλμ είναι πολύ, μα πάρα πολύ αργή με το σενάριο να χασομεράει καθ’ όλη του τη διάρκεια.
Ολόκληρο το πρώτο μισάωρο είναι μια εισαγωγή στους χαρακτήρες των δύο παιδιών, στο οποίο διάστημα όμως μας δίνει ελάχιστα στοιχεία γι’ αυτούς.
Η αρχή της περιπέτειάς τους στη Νέα Υόρκη, συνεχίζει να σπαταλάει το χρόνο μας, με τα δυο πιτσιρίκια να περιφέρονται στους δρόμους της πόλης προσπαθώντας να βρουν το προορισμό τους.
Σε αυτό το κομμάτι έχουμε και μια έκπληξη, με την ιστορία της Rose να οδηγείται ξαφνικά στη λύση της, με αποτέλεσμα στο υπόλοιπο φιλμ, η μικρή να χάνει το λόγο ύπαρξης της στο πανί, και όποτε εμφανίζεται να μην έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα.
Το μουσείο φυσικής ιστορίας ως επίκεντρο της ύπαρξης και των δύο παιδιών προς στιγμήν αναπτερώνει τις ελπίδες μας για μια πιο ουσιαστική παράλληλη εξέλιξη, όμως απογοητευόμαστε και πάλι, με το χασομέρι να συνεχίζεται, μέχρι το γεμάτο απαντήσεις, συναισθηματικά φορτισμένο αλλά εξαιρετικά αργοπορημένο φινάλε.
Τώρα λοιπόν, εσείς τι λέτε, μια ταινία που επί μιάμιση σχεδόν ώρα περιπλανιέται σε δρόμους και διαδρόμους, χωρίς καμία αίσθηση της οικονομίας χρόνου, που σε αυτό το διάστημα δε μας δίνει παρά ψιχουλάκια για το τι συμβαίνει και πως οι δύο ιστορίες ουσιαστικά ενώνονται, και πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι το τελευταίο εικοσάλεπτο για να πάρεις μονοκοπανιά όλες τις απαντήσεις και να ρίξεις και το απαραίτητο δάκρυ, όσο κατάλληλη κι αν είναι, είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια;
Είναι αλήθεια ότι το Wonderstruck με απογοήτευσε τρομερά αλλά δεν είναι μια κακή ταινία.
Είναι πολύ όμορφη τεχνικά (κάποιες φορές υπερβολικά), η ιστορία -εν τέλει- είναι αρκούντως γλυκόπικρη, ενώ και η ερμηνεία του μικρού Oakes Fegley είναι εξαιρετική.
Αλλά η άηχη φλυαρία και η σπατάλη χρόνου που μπορεί να ταιριάζουν σε άλλου είδους ιστορίες με τις οποίες έχει καταπιαστεί ο Todd Haynes, εδώ κάνουν τη ταινία να ακροβατεί πολύ επικίνδυνα στα όρια της ανυπόφορα βαρετής, και φυσικά αναφέρομαι για τους ώριμους θεατές, γιατί οι μικρότεροι θα παίζουν με το κινητό τους από το πρώτο εικοσάλεπτο.
Στους κινηματογράφους από 11 Ιανουαρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.