Ο μοναδικός, αξεπέραστος, κορυφαίος Daniel Day-Lewis επιστρέφει φέτος με το Phantom Thread για τελευταία φορά όπως έχει δηλώσει.
Μια είδηση που προκαλεί σίγουρα θλίψη στους κινηματογραφόφιλους, αλλά δεν είναι και κάτι που προκαλεί μεγάλη έκπληξη αν σκεφτούμε τον τρόπο προσέγγισης των ρόλων του και τις πολύμηνες προετοιμασίες του, οι οποίες τον καθιστούν τον απόλυτο method actor.
Σαν συνέπεια των παραπάνω βέβαια έγινε ιδιαίτερα επιλεκτικός με τους ρόλους τους, καταφεύγοντας ενδιάμεσα σε αρκετά και μεγάλα διαλείμματα μακριά από το χώρο του κινηματογράφου.
Όλα αυτά όμως έχτισαν έναν μοναδικό μύθο και μια αξιομνημόνευτη καριέρα.
Σε αυτήν θα ανατρέξουμε έχοντας σαν σημείο αναφοράς τις κορυφαίες στιγμές του και εστιάζοντας σε κάποιες trivia πληροφορίες για τη ζωή και τους ρόλους του, ευχαριστώντας τον για τα μαθήματα υποκριτικής που μας παρέδωσε.
My Left Foot, του Jim Sheridan (1989)
Μετά τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα σε β’ ρόλους βρετανικών ταινιών (όπως τα My Beautiful Laundrette και A Room with a View μεταξύ άλλων) έφτασε στα χέρια του ο ρόλος του Christy Brown.
Αν και αβανταδόρικος ρόλος, παραδίδει με τέτοια φυσικότητα τον Ιρλανδό ζωγράφο, που σε κάνει να ξεχνάς τον ηθοποιό και απλά συμπάσχεις με το πρόσωπο που παρουσιάζει.
Φήμες λένε ότι έσπασε δύο πλευρά από την άβολη στάση του, δεν έβγαινε από τον ρόλο εκτός γυρισμάτων δυσκολεύοντας τη ζωή του συνεργείου, ενώ ζωγράφισε και αρκετούς πίνακες ζώντας πραγματικά σαν τον Christy Brown.
Σε προετοιμασία για τον ρόλο επισκέφτηκε κλινικές για άτομα με κινητικά προβλήματα, και αυτός είναι και ο λόγος που έρχεται τακτικά σε πρεμιέρες στην Ελλάδα, χρηματοδοτώντας και προσωπικά την Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών.
Το ίδιο κάνει και φέτος στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας Phantom Thread, με τα χρήματα από τα εισιτήρια να πηγαίνουν αποκλειστικά στο συγκεκριμένο ίδρυμα.
In the Name of the Father, του Jim Sheridan (1993)
Αφού υπήρξε ο Τελευταίος των Μοϊκανών και έκανε τις απαραίτητες «ταρζανιές» για τον ρόλο (από κυνήγι μέχρι… κατασκευή κανό), έπαιξε στην προσωπικά αγαπημένη ταινία της φιλμογραφίας του.
Στο ρόλο του Ιρλανδού Jerry Conlon ο οποίος φυλακίστηκε άδικα από τους Άγγλους, ο Day-Lewis μας δίνει το πρόσωπο ενός νεαρού σαματατζή, ο οποίος μέσα από τη φυλάκισή του και μια υπέροχη σκιαγράφηση της σχέσης πατέρα-γιου, μετατρέπεται σταδιακά σε έναν πολιτικό κρατούμενο που παλεύει για την ελευθερία του.
Για τον ρόλο τελειοποίησε την Ιρλανδέζικη προφορά του, έχασε κάμποσα κιλά, και από παρασκηνιακές ιστορίες ακούγεται ότι έφτασε μέχρι και να περάσει μέρες μέσα σε κελιά, ενώ ζητούσε ακόμα και να τον κακομεταχειρίζονται.
Gangs of New York, του Martin Scorsese (2002)
Μετά το The Boxer το 1997 (τελευταία συνεργασία με τον Sheridan), ο Daniel Day-Lewis αποχωρεί από τις ταινίες και ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας φτιάχνοντας έπιπλα και παπούτσια!
5 χρόνια μετά κάνει δυναμικό comeback με το ρόλο του Bill The Butcher για χάρη του Scorsese.
Μπορεί να είχε ερμηνεύσει αρκετούς Ιρλανδούς προηγουμένως, ενώ και ο ίδιος είναι και Ιρλανδός πολίτης, εδώ όμως δεν έχει κανένα πρόβλημα να δημιουργήσει μια επιβλητική μορφή γεμάτη αμερικάνικο πατριωτισμό και αντί-ιρλανδικά αισθήματα, όντας παράλληλα και πολέμιος του… Lincoln.
Για τον ρόλο δούλεψε ως χασάπης, έφτιαξε μια βαριά αμερικάνικη προφορά, άκουγε Eminem για να βρίσκεται στο κατάλληλο mood, και δεν έβγαινε καθόλου από τον ρόλο μέχρι που έπαθε πνευμονία φορώντας ρούχα του 19ου αιώνα.
There Will be Blood, του Paul Thomas Anderson (2007)
Αν έπρεπε να διαλέξω μόνο μία ερμηνεία του, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό, θα κατέληγα εδώ.
Έχοντας σαν παρένθεση μία ταινία της γυναίκας του (The Ballad of Jack and Rose), 5 χρόνια μετά τις Συμμορίες επανέρχεται στο προσκήνιο με το αριστουργηματικό φιλμ του Paul Thomas Anderson.
Ως Daniel Plainview λειτουργεί σαν αντιπρόσωπος του καπιταλισμού που διψάει για αίμα και χρήμα, και παραδίδει μια τρομακτική ερμηνεία γεμάτη πάθος και ένταση, χαρίζοντας μερικές μνημειώδεις σκηνές (τα μιλκσέικ δεν θα είναι ποτέ ίδια μετά από αυτό).
Ως συνήθως πέρασε μεγάλο διάστημα προετοιμασίας μελετώντας για τον ρόλο, φτιάχνοντας μια χαρακτηριστική φωνή, ένα ιδιόμορφο περπάτημα, και γενικότερα ένα σουλούπι βγαλμένο από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Lincoln, του Steven Spielberg (2012)
Αφού συμμετείχε και στο μιούζικαλ Nine του Rob Marshall το 2009, έρχεται η τελευταία ανατριχιαστική μεταμόρφωση σε ρόλο Lincoln.
Μια ερμηνεία η οποία δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο άλλες, αλλά όταν τον βλέπεις και τον ακούς, νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου μια μετενσάρκωση του Lincoln.
Για άλλη μια φορά έκανε πολύμηνη προετοιμασία αφού διάβασε δεκάδες βιβλία για τον χαρακτήρα του, και όπως είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του, μετά από τόση μελέτη έφτασε να φαντάζεται τη φωνή του Lincoln.
Και την έφτιαξε.
Και μας καθήλωσε.
Και τον ευχαριστούμε.
Γιώργος Νυκταράκης.