Paul Thomas Anderson και Daniel Day-Lewis μαζί, δημιουργούν αυτόματα υψηλές προσδοκίες, είτε σκεφτούμε ατομικά τις καριέρες τους είτε την προηγούμενη συνεργασία τους στο αριστουργηματικό There Will be Blood.
Ίσως και πιο υψηλές από όσο θα έπρεπε.
Αφήνοντας για την ώρα το παρελθόν, εστιάζουμε στο τωρινό αποτέλεσμα.
Ο Anderson παραθέτει άλλη μια άρτια σκηνοθετική δουλειά με εμφανείς επιρροές από Kubrick (κυρίως) και Fellini.
Άριστο οπτικά με μια σικάτη απεικόνιση εναρμονισμένη με το χώρο της μόδας και έμφαση στη λεπτομέρεια, αλλά και ακουστικά με μια ιδανική μουσική επένδυση.
Η δύναμη του έργου όμως κρύβεται στο σενάριο το οποίο δημιουργεί ένα ακόμα δίπολο χαρακτήρων γύρω από τους οποίους κινείται η ιστορία, και χαρακτηρίζεται από καλογραμμένους διαλόγους με αρκετές δόσεις πικρού χιούμορ.
Εδώ κεντρικό πρόσωπο είναι ο σχεδιαστής Reynolds Woodcock (Daniel Day-Lewis, Lincoln).
Ιδιόμορφος, απαιτητικός, αλλά παράλληλα ταλαντούχος και πλήρως αφοσιωμένος στην τέχνη του (όπως ο πρωταγωνιστής;).
Η γνωριμία του με μια νεαρή κοπέλα ταράσσει την προγραμματισμένη ζωή του, και οδηγεί σε μια σχέση που για τον ίδιο περιστρέφεται πάλι γύρω από τη μόδα, αλλά για την κοπέλα γύρω από αυτόν.
Με αυτούς τους διαφορετικούς στόχους, ο Anderson χτίζει μια ιστορία αγάπης(;) με τον δικό του ιδιαίτερο και σχεδόν σοκαριστικό τρόπο.
Γιατί αυτό που αναδεικνύει τελικά είναι μια σχέση εξάρτησης και εθισμού μεταξύ των δύο, με τον καθένα να φαίνεται να εκμεταλλεύεται τον άλλο για προσωπική ευχαρίστηση, βρίσκοντας μόνο λίγες στιγμές αρμονικής συμβίωσης.
Πολύ ενδιαφέρουσα και αληθινή κατά βάθος η σχέση, αλλά η εξέλιξή της έχει τις υπερβολές της που δεν μας βοηθάνε να ταυτιστούμε.
Παράλληλα ο χαρακτήρας της κοπέλας υστερεί σε σχέση με τον πρωταγωνιστικό, με αποτέλεσμα η ίδια, όπως και η ταινία, να αργεί κάπως να βρει το δρόμο της.
Μεγάλο βάρος πέφτει, όπως γίνεται συχνά στις θεατρικών καταβολών ταινίες του Anderson, στους ηθοποιούς.
Ο Daniel Day-Lewis ο οποίος προανήγγειλε ότι αυτός είναι ο τελευταίος ρόλος της καριέρας του, δίνει άλλη μια πολύ καλή ερμηνεία, μετρημένη και χωρίς πολλές εκρήξεις, αλλά με έμφαση στην εκφραστικότητα.
Από την άλλη πολύ καλά στέκεται απέναντί του η νεαρή Vicky Krieps (Colonia), αλλά και η Lesley Manville (Hampstead) η οποία υποβαθμίζεται δικαιολογημένα ως χαρακτήρας στο ρόλο της αδερφής του πρωταγωνιστή, καθώς διαθέτει μια παρασκηνιακή αλλά καθοριστική δύναμη, θυμίζοντας την παρουσία της Amy Adams στο The Master.
Με αυτή την αφορμή επιστρέφουμε στο παρελθόν όπως προοικονομήσαμε αρχικά.
Κοιτώντας όμως προς τα πίσω τις αρκετές εξαιρετικές δουλειές του Anderson (όπως προαναφέραμε The Master, There Will be Blood, αλλά και Boogie Nights, Magnolia), δημιουργείται ένας σκεπτικισμός για την τωρινή ταινία σε μια τέτοια φιλμογραφία.
Καθαρά θεματολογικά μάλιστα φαίνεται να υστερεί ακολουθώντας μια γνωστή για τον δημιουργό συνταγή, με αποτέλεσμα να χάνει έδαφος σε σχέση με προηγούμενες ταινίες του.
Σαφώς και δεν απογοητεύει, αλλά έχοντας σαν μέτρο σύγκρισης ένα εντυπωσιακό παρελθόν, δεν καταφέρνει να μας ενθουσιάσει όσο ίσως περιμέναμε.
Ίδια λογική ισχύει και για την ερμηνεία του Day-Lewis.
Σίγουρα όμως πρόκειται για μια ιδιαίτερα καλοφτιαγμένη ταινία με πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες και η οποία, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ταινίες του δημιουργού, θα αναγνωριστεί (και από τον υποφαινόμενο πιθανότατα) ακόμα περισσότερο με την πάροδο του χρόνου.
Στους κινηματογράφους από 1η Φεβρουαρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.