Τον ηθοποιό Albert Dupontel νομίζω τον γνωρίζουμε όλοι, έστω και φυσιογνωμικά (δύσκολο να ξεχάσεις τέτοια φάτσα!).
Τον Albert Dupontel ως σεναριογράφο και σκηνοθέτη όμως μάλλον γνωρίζουμε ελάχιστοι, μιας και καμία από τις 5 ταινίες που έχει στο ενεργητικό του δε κατάφερε να ξεχωρίσει.
Κάτι μου λέει όμως ότι θα τα καταφέρει με την έκτη, τη μαύρη κωμωδία Au Revoir là-Haut.
Νοέμβριος 1918.
Βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν και την επίσημη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις εχθροπραξίες να έχουν ουσιαστικά σταματήσει.
Ο Albert και ο Edouard είναι δύο από τους Γάλλους στρατιώτες που περιμένουν καρτερικά το χαρμόσυνο νέο, βουτηγμένοι σε κάποιο όρυγμα ενός πεδίου της μάχης με τους Γερμανούς λίγα δεκάδες μέτρια μακριά.
Ο πρώτος είναι ένα χαμηλών τόνων πρώην λογιστής που περιμένει να επιστρέψει στην αρραβωνιαστικιά του και ο δεύτερος ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης, γιος πλούσιας οικογένειας αλλά με πολύ κακή σχέση με τον πατέρα του.
Κανείς δεν έχει όρεξη να πολεμήσει, κανείς εκτός του λοχαγού Pradelle που διατάζει μια άσκοπη επίθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο νεαρός Edouard σώζει τη ζωή του Albert, όμως αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάσει το μισό του πρόσωπο.
Ο Albert του στέκεται σε όλη τη διάρκεια θεραπείας καθώς και στην επιστροφή στη πατρίδα.
Εκεί όμως ανακαλύπτουν ότι η ζωή μετά το πόλεμο δεν είναι καθόλου εύκολη, και σκαρφίζονται μια κομπίνα για να βγάλουν εύκολα και γρήγορα χρήματα και να το σκάσουν στην Αφρική, όμως η επανεμφάνιση του Pradelle τους μπερδεύει τα σχέδια.
Η ταινία έχει βραβευτεί με 5 César, ανάμεσα στα οποία και τα βραβεία για καλύτερο σενάριο και σκηνοθεσία, με την αιτιολογία για αυτά να γίνεται γρήγορα αντιληπτή.
Το σενάριο (επίσης του Dupontel), είναι βασισμένο στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Pierre Lemaitre με τον συγγραφέα να συμμετέχει και στη σεναριακή διασκευή.
Η ιστορία του είναι σίγουρα πρωτότυπη και το μεγάλο του κατόρθωμα είναι το εξαιρετικά επιτυχημένο genre-bending δένοντας με σχεδόν πρωτόγνωρο τρόπο το πολεμικό το οικογενειακό και το κοινωνικό δράμα με τη μακάβρια και τη σλάπστικ κωμωδία, και όλα αυτά τυλιγμένα με μια σουρεάλ κορδέλα που χαρίζει ένα ονειρικό-εφιαλτικό ύφος.
Εδώ δε μπορώ όμως να μην αναφέρω δυο προβλήματα που με ενόχλησαν στο συγκεκριμένο τομέα, την ουσιαστικά μηδενική παρουσίαση της προηγούμενης σχέσης του Edouard με τον πατέρα του, η οποία στη συνέχεια παίζει κομβικό ρόλο και είναι ξεκάθαρο ότι λείπουν κάποια κομμάτια του παζλ, και η αποτυχία να “κομψοποιήσει” τη κομπίνα των δύο ανδρών, η οποία είναι αρκετά ανήθικη, και έρχεται σε αντίθεση με τους εξαιρετικά συμπαθείς χαρακτήρες.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, χωρίς να έχω δει κάποια από τις προηγούμενες ταινίες του, ο Dupontel είναι ξεκάθαρο ότι είναι βαθιά επηρεασμένος από τον Jean-Pierre Jeunet, και παρότι σε αρκετές στιγμές βλέπουμε μια ξεκάθαρη αντιγραφή τόσο στις περίεργες γωνίες όσο και συνολικά στα κάδρα, καταφέρνει και βάζει τη δική του υπογραφή με μια πιο light αισθητική αποφεύγοντας τη τρελή κίνηση της κάμερας του ομοεθνή του.
Όσο για τις ερμηνείες, εδώ έχουμε το παράδοξο να ξεχωρίζει και μάλιστα με διαφορά, ο ηθοποιός που δε βγάζει μιλιά, με την εξαιρετικά ταλαντούχο Nahuel Pérez Biscayart, που μας ξετρέλανε στο 120 Battements par Minute, εδώ να έχει το δύσκολο έργο να υποδυθεί έναν άνδρα που του έχει κυριολεκτικά εκραγεί το στόμα, με το σώμα, τα μάτια και τα μουγκρητά του να είναι υπεραρκετά για να συμπληρώσουν αυτό το κενό, και τις εξτραβαγκάνς μάσκες που χρησιμοποιεί για να κρύβει το πρόσωπό του, να τον μεταμορφώνουν κάθε φορά σε ένα διαφορετικό εξωτικό πλάσμα.
Έχοντας να προσθέσω ως ένα τελευταίο μικρό παράπονο τις μικρής διάρκειας κοιλιές που κάνει η ταινία ανά διαστήματα, το Au Revoir là-Haut είναι ένα εξαιρετικό φιλμ, μια κινηματογραφική απόλαυση που προσφέρει διασκέδαση και συγκίνηση σε πολύ προσεγμένες δόσεις.
Στους κινηματογράφους από 22 Μαρτίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.