Ο Sang-il είχε πάντα μια διαφορετική, μοναδική προσέγγιση στις ταινίες του, καθώς το γεγονός ότι είναι Zainichi Κορεάτης του δίνει τη δυνατότητα να συνδυάζει στοιχεία τόσο από τον ιαπωνικό όσο και από τον κορεάτικο κινηματογράφο.
Αυτό του το χαρακτηριστικό ήταν προφανές στο “Villain” αλλά στο “Rage” ήταν το αποκορύφωμα.
Η σύνθετη αυτή ιστορία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Shuchi Yoshida, (ο οποίος επίσης έχει γράψει και το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το “Villain”), και έχει σαν βάση ένα αποτρόπαιο έγκλημα, το οποίο λαμβάνει πολλή δημοσιότητα καθώς ερευνάται από την αστυνομία, πριν χωριστεί σε τρεις διαφορετικές ιστορίες.
Η πρώτη λαμβάνει χώρα στην Chiba, εκεί όπου ο Yohei Maki σώζει την κόρη του Aiko, από την ζωή της ιερόδουλης.
Καθώς οι δυο τους προσπαθούν να επουλώσουν τα τραύματα του παρελθόντος και να αντιμετωπίσουν την προκατάληψη της κοινωνίας, η Aiko αναπτύσσει αισθήματα για ένα από τους άντρες που δουλεύουν για τον πατέρα της, έναν περιπλανώμενο που εμφανίστηκε στην πόλη λίγο καιρό πριν, τον Tashiro.
Η δεύτερη εκτυλίσσεται στο Τόκιο, όπου ο Yuma, ένας μισθωτός και κρυφός ομοφυλόφιλος γνωρίζεται με έναν νεαρό άντρα, τον Naoto, ο οποίος τον γοητεύει.
Οι δύο άντρες αποκτούν συναισθήματα ό ένας για τον άλλο, παρά την αινιγματική φύση του Naoto, σε σημείο που ο Yuma συστήνει τον νεαρό άνδρα στην μη αναστρέψιμα, άρρωστη μητέρα του.
Η τρίτη ιστορία διαδραματίζεται στην Okinawa, όπου η Izumi, μια νέα παρουσία στην πόλη, γνωρίζει δύο άντρες: τον γιο της οικογένειας στην οποία ανήκει ο τοπικός ξενώνας, τον Tatsua και τον Tanaka, έναν ακόμη περιπλανώμενο ο οποίος ζει κρυμμένος σε κάποια ερείπια από τον καιρό του πολέμου, σε ένα νησί απέναντί από την ακτή.
Καθώς αυτές οι σχέσεις των ντόπιων με τους προαναφερθέντες ξένους εξελίσσονται, η δημοσίευση της φωτογραφίας του δράστη του εγκλήματος αλλάζει τα πάντα και ιδιαίτερα τις συγκεκριμένες σχέσεις.
Ο Lee Sang-il σκηνοθετεί ένα πολυεπίπεδο δράμα με πολύ βάθος, καθώς επικεντρώνεται σε μια σειρά κοινωνικών σχολίων και θεμάτων.
Το σεξ στη βίαιη και κακοποιητική μορφή του είναι το κεντρικό, με τον Lee να μην διστάζει ούτε στις σκηνές του βιασμού ούτε στις ομοφυλοφιλικές.
Η Aiko έχει πρόβλημα στη «δουλειά» της καθώς είναι πρόθυμη να ικανοποιήσει κάθε καπρίτσιο των πελατών της.
H Izumi βιάζεται από τον Αμερικανούς στρατιώτες κοντά σε μια βάση στην Οκινάουα.
Η σχέση των Yuma και Naoto ξεκινά με τον σχεδόν βιασμό του δεύτερου από τον πρώτο, σε μία από τις πιο ακραίες θεματικές της ταινίας, ότι δηλαδή μια τέτοια πράξη, μπορεί να οδηγήσει στην αγάπη.
Μέσα από αυτήν την θεματολογία, παρουσιάζεται ένα ακόμα σχόλιο, αυτό της προκατάληψης της κοινωνίας, η οποία μετατρέπει έναν αριθμό ατόμων σε παρίες.
Κατ'αυτόν τον τρόπο, η φήμη της Aiko καταστρέφεται ολοσχερώς λόγω της πρότερης απασχόλησης της, με το βάρος αυτής της αποτυχίας να πέφτει ιδιαιτέρως βαριά στον πατέρα της, ο οποίος παρά την αγάπη που τρέφει για την κόρη του, δεν μπορεί παρά να νιώθει συνεχώς ντροπή.
Η Izumi κρύβει το έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον της, φοβούμενη την κοινωνική κατακραυγή, ενώ το ίδιο κάνει και ο Yuma, ο οποίος παρουσιάζει έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα απέναντι στους άλλους, κάτι που βάζει την σχέση του με τον Naoto σε κίνδυνο.
Η εμπιστοσύνη είναι ένα ακόμα κεντρικό θέμα της ταινίας και συγκεκριμένα η έλλειψή της και οι συνέπειες που προκαλούνται, το οποίο παρουσιάζεται μόλις οι φωτογραφίες των δολοφόνων δημοσιεύονται από τα ΜΜΕ.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, ορισμένοι χαρακτήρες που μέχρι αυτό το σημείο παρουσιάζονταν σαν θύματα, μετατρέπονται σε «θύτες» μέσα από μια σειρά γεγονότων τα οποία προβάλουν ένα χαρακτηριστικό το οποίο συναντάται σε πολλούς ανθρώπους, το να υποθέτουν τα χειρότερα για τους άλλους, ακόμα και για τους αγαπημένους τους.
Ένα ακόμα θέμα έχει να κάνει με τις διαλυμένες οικογένειες, καθώς όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας προέρχονται λίγο πολύ από διαλυμένα σπίτια, σε έναν παράγοντα ο οποίος προβάλει τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα παιδιά που προέρχονται από τέτοιες οικογένειες.
Η αποκάλυψη του δράστη προκαλεί σοκ με έναν περίπλοκο τρόπο, ο οποίος αν και παρουσιάζεται «φάτσα – φόρα» σου είναι αρκετά δύσκολο να το πιστέψεις.
Η οργή παίζει κυρίαρχο ρόλο σε αυτήν την αποκάλυψη, σε έναν μεγάλο αριθμό σκηνών αυτής της ταινίας.
Μολαταύτα, παρά την ιδιαιτερότητα του, το έγκλημα μπαίνει στο παρασκήνιο, με τους υπόλοιπους παράγοντες που προανέφερα να σχηματίζουν το κεντρικό θέμα και το έγκλημα να λειτουργεί σαν θεμέλιο.
Την ίδια στιγμή, ο Lee Sang-il χρησιμοποιεί έναν ασυνήθιστο τρόπο αφήγησης, όπου οι σκέψεις των χαρακτήρων παρουσιάζονται στην οθόνη, ιδιαίτερα στην αρχή της ταινίας, καθώς οι τοποθεσίες που εκτυλίσσεται η ιστορία και οι πρωταγωνιστές αλλάζουν συνεχώς.
Η τεχνική αυτή επωφελείται στο έπακρο από το μοντάζ του Tsuyoshi Imai, ο οποίος επιτυγχάνει να κρατάει τον θεατή σε μια διαρκή κατάσταση επαγρύπνησης, ενώ αποτρέπει τις πολλές αλλαγές των τοποθεσιών από το να γίνουν δυσνόητες.
Η κινηματογράφηση του Norimichi Kesamatsu είναι άλλο ένα από τα καταπληκτικά στοιχεία αυτής της ταινίας, με τον ίδιο να παρουσιάζει τις διαφορετικές καταστάσεις και τοποθεσίες με εντυπωσιακό τρόπο, ενώ οι εικόνες της θάλασσας είναι ένα από τα καλύτερα οπτικά στιγμιότυπα της ταινίας.
Το δράμα κυριαρχεί στην ταινία, καθώς όλα τα γεγονότα κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση, όμως ο Lee Sang-il αποφεύγει περίτεχνα τον σκόπελο του μελοδράματος χωρίς να στέκεται στις συγκεκριμένες ακολουθίες σκηνών για πολύ.
Η Aoi Miyazaki (The Great Passage) στον ρόλο της Aiko γίνεται λίγο υπερβολική σε αυτές τις στιγμές, αλλά γενικά το παίξιμό της είναι αρκετά καλό.
Ο Kenichi Matsuyama (Norwegian Wood) ως Tashiro παίζει τον ντροπαλό, μυστηριώδη άντρα με πολύ πειστικό τρόπο, ενώ το ίδιο κάνει και ο Go Ayano ως Naoto.
O Satoshi Tsumabuki (Η Σιωπηλή Δολοφόνος) παίζει τον playboy με ζήλο, με τον Lee να βασίζεται αρκετά στην εμφάνισή του.
Η Suzu Hirose (Our Little Sister) είναι πιο γλυκιά από ποτέ καθώς καταφέρνει και συνδυάζει άψογα την ευχάριστη προσωπικότητα και τον ευάλωτο χαρακτήρα της Izumi.
O Takara Sakumoto είναι εξίσου καλός ως ντροπαλός και μετανοημένος Tatsuya.
Οι δυο ηθοποιοί που ξεχωρίζουν όμως, είναι οπωσδήποτε ο Ken Watanabe (The Sea of Trees) σαν Yohei και ο Mirai Moriyama στον ρόλο του Tanaka.
Ο πρώτος καταφέρνει να εκπέμπει αξιοπρέπεια από κάθε κύτταρο σαν πενθών πατέρας ο οποίος δεν ξέρει ποιον μπορεί να εμπιστευτεί ούτε πως μπορεί να βοηθήσει την κόρη του, παρά τα ειλικρινή αισθήματα του προς αυτήν.
Ο δεύτερος παρουσιάζει την πιο εντυπωσιακή μεταμόρφωση στην ταινία, αν και υπάρχει και κάποιο στοιχείο υπερβολής στο παίξιμό του.
Το “Rage” (Ikari) είναι μια από τις καλύτερες ιαπωνικές ταινίες των τελευταίων ετών, με τον Lee Sang-il να αποδεικνύει την εξέλιξη του σε όλους τους τομείς και ανυπομονώ να δω πως θα εξελιχθεί η καριέρα του στο μέλλον.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.