H ανάπτυξη των χαρακτήρων σε ένα φιλμ μυστηρίου, αποτελούσε πάντα το «κλειδί» εξέλιξης της υπόθεσης, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι ήταν κι εύκολο επίτευγμα, κι ακόμα περισσότερο στην περίπτωση που ο αναπτυσσόμενος κόσμος αποτελούσε τμήμα του σύμπαντος της μεγάλης Αγκάθα Κρίστι.
Δεν ήταν οι ιστορίες ή τα μεμονωμένα πρόσωπα οι άξονες στους οποίους οφείλει την επιτυχία της η συγκεκριμένη συγγραφέας, όσο μια κεντρική φιλοσοφία πάνω στην οποία ελίσσονταν τα συμμετέχοντα αυτά πρόσωπα: Την ίδια στιγμή, όλοι είναι αθώοι αλλά και όλοι ύποπτοι.
Έχετε σκεφτεί ποτέ γιατί κατά τη διάρκεια της προβολής μιας ταινίας με παρέα, βασισμένης σε ιστορία της Αγκάθα Κρίστι, έχετε καταλήξει οι περισσότεροι σε διαφορετικές υποψίες;
Παρόλα αυτά, δεν είναι η ιστορία μόνο που μετράει, ειδικά σε μια κινηματογραφική απόδοση, όσο η μεταφορά αυτού του εξαιρετικά καλοχτισμένου σύμπαντος στη μεγάλη οθόνη, χωρίς την παραμικρή παραποίηση του.
Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο θα αποτελέσει το κυριότερο στήριγμα για την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία του “Crooked House”, ενός έργου που βασίστηκε σε μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι και που το ίδιο, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δείχνει να… το ξεχνά.
Χρησιμοποιώντας μια ευρεία γκάμα έντονων, γυαλιστερών χρωματικών συνδυασμών, ενισχυμένων με μια «μεταλλική» χροιά, η πρώτη οπτική επαφή που προσφέρεται στον θεατή παραπέμπει σε μια καλλιτεχνικά εκμοντερνισμένη βερσιόν της κλασικής ιστορίας, συνδυάζοντας την “gothic” ατμόσφαιρα με την χρωματική παλέτα, τους φωτισμούς και τον «ηλεκτρισμό» ενός κλαμπ.
Αν σε αυτό το συνονθύλευμα «παλιού με καινούριο» προστεθεί και το κατά τόπους συμμετρικό στιλιζάρισμα των πλάνων, το καλούπι με το οποίο επιθυμεί να «σερβιριστεί» το συγκεκριμένο εγχείρημα, δείχνει απ’ την αρχή τις προσθέσεις του να πρωτοτυπήσει και να κινηθεί σε διαφορετικά μονοπάτια.
Τα καταφέρνει, όμως;
Υπό μία έννοια ναι, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ανεξαρτητοποιημένη οπτική εικόνα που αφήνει είναι αρκετά θετική-υπενθυμίζω ότι μια παρόμοια τεχνική ακολούθησε και το “The Neon Demon (2016)” του Refn αλλά με πολύ μεγαλύτερη προώθηση του εικονοκλαστικού του στοιχείου.
Στην παρούσα, όμως, περίπτωση η εικονική απόδοση δεν θα έλεγε κανείς ότι συμβαδίζει απόλυτα με την απόδοση που θα απαιτούσε ιδανικά το σενάριο αυτό, παρασέρνοντας έτσι κι άλλα συστατικά της ταινίας στο να αποτύχουν ή να χαθούν ανάμεσα στα προβλήματα.
Σε μια ιστορία που δεν έχει να ζηλέψει κάτι από μια απλή περίπτωση φόνων και δολοπλοκιών, το «παιχνίδι» μυαλού και ψυχολογίας μέσω του χτισίματος των χαρακτήρων, είναι η μόνη διαφυγή, για να μην καταλήξει ένα έργο να «χορεύει» μόνο του πάνω στα κλισέ και τις αναμενόμενες σεκάνς του.
Και ειδικά στην περίπτωση του “Crooked House” οι χαρακτήρες είναι ο κυριότερος αδύναμος κρίκος του, σε ένα εγχείρημα που όλη του η φιλοσοφία βρίσκεται στην απρόβλεπτη ψυχολογία και την κλιμακούμενη παρουσίαση των προσώπων, πάντα έχοντας ως κύριο σημείο αναφοράς το ποσοστό προβλεπτικότητας του ΘΕΑΤΗ και όχι τις ενδεχόμενες αντιδράσεις στην πραγματική ζωή.
Με τις ερμηνείες να ολοκληρώνουν την αδιάφορη προσέγγιση στα πρόσωπα, το μόνο που απομένει είναι ένα «υπερβολικό» αλλά όχι και τελείως απρόσμενο τέλος, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν «επιθυμούσε» να είναι έτσι.
Απλώς, δεν βρέθηκε στις κατάλληλες συνθήκες για να αναδειχθεί.
Με τον σκηνοθέτη της να παίζει σε «δύσκολα» λημέρια, χωρίς την κατάλληλη πείρα, και την προσπάθεια για πρωτοτυπία να έχει εντελώς αποτύχει, το “Crooked House” υπόσχεται λίγες ώρες ψυχαγωγίας μαζί με πολλές ακόμα επιθυμίες του, τις οποίες δεν καταφέρνει τελικά να εκπληρώσει ποτέ.
Στους κινηματογράφους από 28 Ιουνίου.
Νικόλ Φιλιπποπούλου.