Έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της εφηβικής και μετεφηβικής ζωής μου σε βίντεο-κλαμπ να χαζεύω εξώφυλλα μέχρι να διαλέξω τι θα νοικιάσω.
Οι δυσκολότερες περιπτώσεις ήταν κάτι απογεύματα Σαββάτου που τα πάντα ήταν νοικιασμένα, και κοιτούσα και ξανακοιτούσα τα ίδια ράφια μέχρι να βρω κάτι, γιατί φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω με άδεια χέρια.
Εκείνες τις ημέρες λοιπόν, αναγκαστικά το έπαιζα ρουλέτα, και συχνά κατέληγα σε κάποια ταινία που είχε τουλάχιστον κάποιον γνωστό ηθοποιό, ψιθυρίζοντας στον εαυτό μου, “μα παίζει ο τάδε, πόσο χάλια μπορεί να ‘ναι;”, με την απάντηση να είναι τις περισσότερες φορές φορές γνωστή.
Το Hangman ανήκει σε αυτή ακριβώς τη κατηγορία, όμως για κάποιο λόγο αντί να βρεθεί απευθείας στα ράφια, τρύπωσε στις σκοτεινές αίθουσες μιας και… παίζει ο Al Pacino, πόσο χάλια μπορεί να ‘ναι;
Μια νεαρή γυναίκα βρίσκεται κρεμασμένη έξω από ένα σχολείο με ένα γράμμα χαραγμένο στο σώμα της.
Ο ντετέκτιβ Ruiney που αναλαμβάνει την υπόθεση, με τη βοήθεια του παλιού του συναδέλφου, συνταξιούχου πια ντετέκτιβ Archer και μιας δημοσιογράφου, γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι κυνηγούν έναν serial killer που τους αφήνει στοιχεία που οδηγούν στο επόμενό του θύμα, στο επόμενο γράμμα μέχρι συμπληρώσει τη κρεμάλα...
Δε θα υποκριθώ ότι ξέρω τους εσωτερικούς μηχανισμούς το Hollywood, πώς οι παραγωγοί επιλέγουν να δώσουν το πράσινο φως και τα ζεστά τους δολάρια σε ένα project ή το πώς και κυρίως το γιατί καταξιωμένοι ηθοποιοί δέχονται ρόλους πολύ κατώτερους των δυνατοτήτων τους, στη περίπτωση του Hangman όμως, αν θα έπρεπε να υποθέσω θα έλεγα ότι όλα ξεκίνησαν από μια… χαρτοπετσέτα, με τους τρέχα-γύρευε σεναριογράφους Michael Caissie & Charles Huttinger να έχουν μια ενδιαφέρουσα ιδέα για ένα αστυνομικό θρίλερ, να τη γράφουν σε μια χαρτοπετσέτα, να τη δείχνουν σε κάποιο παραγωγό που τον ενδιαφέρει και κάπως έτσι να φτάνουμε μέχρι την υπογραφή των Al Pacino και Karl Urban στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ειλικρινά, αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί αυτή η ταινία να έφτασε στην υλοποίησή της, μιας και δε μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος απ’ αυτούς διάβασε το ολοκληρωμένο σενάριο και δέχτηκε να συμμετάσχει.
Ναι, η βασική ιδέα έχει αρκετό ενδιαφέρον παρότι δεν είναι κάτι τρομερά πρωτότυπο και αν είχε αναπτυχθεί σωστά θα μπορούσε να μας δώσει ένα αξιοπρεπέστατο φιλμ.
Δυστυχώς όμως απ’ όπου και να το πιάσεις μπάζει, με τη πλοκή να είναι μεν ακατάπαυστη, όμως το σενάριο να είναι τόσο μα τόσο κακογραμμένο, γεμάτο τρύπες, χωρίς ίχνος λογικού ρεαλισμού, και γελοίους θεματικά και εκφραστικά διαλόγους, που κάνει το θεατή να νοιώθει με ζωντανό meme ενώ την παρακολουθεί.
Σα να μην έφτανε αυτό, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Hangman τοποθέτησε ο σκηνοθέτης Johnny Martin (Vengeance: A Love Story), έμπειρος stuntman που προσφάτως την έχει δει σκηνοθέτης, ο οποίος όμως επιδεικνύει πλήρη ανικανότητα όχι μόνο να καλύψει τα προβλήματα του σεναρίου, αλλά να εκτελέσει και τα απολύτως απαραίτητα καθήκοντά του όπως το να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς του ή να δημιουργήσει τη κατάλληλη ατμόσφαιρα που χρειάζεται το φιλμ.
Το Hangman δεν αξίζει περισσότερης κριτικής.
Είναι ακριβώς η ταινία που νοικιάζεις όταν όλες οι άλλες είναι νοικιασμένες με την ελπίδα ότι οι πρωταγωνιστές κάτι θα ξέρουν, και στο πρώτο 20λεπτο καταλήγεις να συζητάς με τη παρέα πως κατάντησε έτσι ο Pacino, αν θα βγάλουν ποτέ sequel του Dredd και που έχεις δει αυτή τη ξανθιά…
Μακριά.
Στους κινηματογράφους από 8 Μαρτίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.
σ