H στροφή προς τον τρόμο με exploitation στοιχεία που έχει κάνει τελευταία ο Giddens Ko με το παρόν και το προηγούμενο φιλμ του, «The Tenants Downstairs» φαίνεται να του ταιριάζει γάντι, μιας και αμφότερες οι παραγωγές είναι εξαιρετικές, καθώς αναδεικνύουν την φαντασία στο σενάριο και την ικανότητα στην σκηνοθεσία του Ταϊβανέζο με τον καλύτερο τρόπο.
Ο Lin Shu-wei , είναι ο ορισμός του «σπασίκλα».
Είναι ντροπαλός, αδύναμος, μόνιμο θύμα των νταήδων της τάξης, δεν έχει φίλους και παίρνει πάντα τους καλύτερους βαθμούς.
Η ταινία ξεκινάει με τον ίδιο κατηγορούμενο για κλοπή των χρημάτων της τάξης, με τον αρχηγό των «βασανιστών» του, Tuan Ren-hao να τον εξευτελίζει ακόμα περισσότερο, προς τέρψη των υπολοίπων της ομάδας, Liao Kuo-feng, Yeh Wei-chu και της κοπέλας του αρχηγού, Wu Si-hua, οι οποίοι ήταν και οι πραγματικοί υπαίτιοι της κλοπής.
Ο Lin, μην έχοντας άλλη λύση, στρέφεται στην κυρία Lee, την υπεύθυνη δασκάλα της τάξης, η οποία όμως δεν δείχνει και καμιά ιδιαίτερη ευαισθησία, και ουσιαστικά τον αναγκάζει να παραδεχτεί πως αυτός διέπραξε την κλοπή και στην συνέχεια, για τιμωρία, να περάσει κάποιες ώρες βοηθώντας ηλικιωμένους σε ένα άσυλο, μαζί με τους πραγματικούς υπαίτιους.
Κατά την επίσκεψή τους εκεί, οι μαθητές πέφτουν επάνω σε ένα δίδυμο θηλυκών ανθρωποφάγων τεράτων και μετά από μια αλληλουχία ακραίων γεγονότων, καταλήγουν να απαγάγουν το μικρότερο σε ηλικία, το οποίο φυλακίζουν στο κρησφύγετο τους, έναν εγκαταλελειμμένο χώρο που χρησιμοποιούνταν για την συντήρηση μιας πισίνας.
Κάπως έτσι αρχίζει ένα «παιχνίδι» βασανισμού του τέρατος, το οποίο όμως σύντομα μετατρέπεται σε κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο, μιας και η αδερφή του πλάσματος βρίσκεται στο κατόπι των απαγωγέων.
Παράλληλα, και παρά τα όσα ακραία συμβαίνουν, ο Lin αρχίζει και απολαμβάνει την παρέα των πρώην (και νυν) βασανιστών του.
Ο Giddens Ko σκηνοθετεί μία ταινία που συνδυάζει τον φανταστικό τρόμο και τον υπερρεαλισμό με τον καλύτερο τρόπο, σε μία ιστορία που εκτυλίσσεται σαν ένα κακό όνειρο.
Μέσω αυτής της ασυνήθιστης αλλά εξαιρετικά ψυχαγωγικής προσέγγισης, καταφέρνει να κάνει μια σειρά ακραίων αλλά ρεαλιστικών κοινωνικών σχολίων.
Ο ρόλος των δασκάλων, το bullying, και γενικότερα οι συνθήκες του σχολικού περιβάλλοντος είναι τα πιο προφανή, αλλά όσο η ιστορία εκτυλίσσεται, τα κεντρικά θέματα γίνονται η ανθρώπινη φύση, και κυρίως το πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει χειρότερος και από τέρας, καθώς και η θεματική του εγκλήματος και της τιμωρίας.
Επιπλέον, στην ταινία υπάρχει και μια διάχυτη αίσθηση slapstick humor, το οποίο πολύ συχνά αγγίζει τα όρια της «βλάσφημης» ειρωνείας, όπως πχ στην εμμονή στον βουδισμό της κυρίας Lee.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι χαρακτήρες λειτουργούν συχνά σαν καρικατούρες, με τον Kent Tsai ως Tuan και την Carolyn Chen ως κυρία Lee να είναι οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της τακτικής, παίζοντας τους ρόλους τους εξαιρετικά και σε πλήρη αρμονία με την γενικότερη αισθητική της ταινίας.
Εξίσου καλή είναι η απόδοση και του Deng Yu-kai ως Lin, αλλά σε εντελώς άλλο μοτίβο και σε έναν αρκετά πιο δύσκολο ρόλο που απαιτεί από αυτόν να μετατραπεί από σπασίκλα σε νταή, με την αλλαγή αυτή να αποτελεί ένα από τα απόγεια της ταινίας.
Μιας όμως, και όπως αναφέραμε στον πρόλογο, η ταινία είναι τρόμου με exploitation στοιχεία, ο Ko δεν έχει παραλείψει να συμπεριλάβει και ανάλογα χαρακτηριστικά, με τις θεματικές των ανθρωποφάγων βρικολάκων, τον βασανισμό του μικρότερου και την επίθεση που εξαπολύει η μεγάλη αδερφή του να κινούνται σε αυτό το πλαίσιο, με το φιλμ, από ένα σημείο και μετά, να πλημμυρίζει στο αίμα.
Ακόμα όμως και σε αυτές τις σκηνές, η αισθητική παραμένει υψηλή, με τον Patrcick Chou να έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην φωτογραφία.
Παράλληλα, ο συνδυασμός του μοντάζ του Li Nien-hsu και της μουσικής του Chris Hou (θυμίζει αρκετά Linkin Park) ενίοτε αφήνει την ταινία να λειτουργήσει σαν ακραίο μουσικό βίντεο, στοιχείο που επίσης ενισχύει την γενικότερη αισθητική της παραγωγής.
Το τεχνικό κομμάτι, και κατά συνέπεια όλα τα παραπάνω, βρίσκουν το απόγειό τους στην σκηνή με το καρπούζι, σε έναν εντυπωσιακό παραλληλισμό.
Το «Mon Mon Mon Monsters» είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό φιλμ, καθώς συνδυάζει θέαμα και ουσία, πρωτοτυπία και εκτέλεση στον μέγιστο βαθμό ενώ και το φινάλε είναι σίγουρο πως θα μείνει στην μνήμη όλων όσων το παρακολουθήσουν.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.