Όταν ο Ken Loach ξύπνησε μια όμορφη μέρα του Θεού, κοίταξε από το παράθυρό του και είδε δύο φίλους να συζητούν για τους χαμηλούς τους μισθούς.
Όταν πήγε στη δουλειά του, είδε αμέτρητα γραφεία με στοιβαγμένα χαρτιά, υπολογιστές και ανθρώπους να κάθονται σε μια καρέκλα κοιτώντας επίμαχα τη μικρή οθόνη.
Και τέλος, όταν έκανε το διάλειμμα του, πίνοντας τον καφέ του είδε στο απέναντι γραφείο νέα παιδιά να χτυπούν τα χέρια στα γραφεία απαιτώντας τα δικαιώματά τους.
Και μέσα σε όλο αυτό το χάος, είδε έναν φανταστικό ήρωα να του κλείνει το μάτι και να του υπενθυμίζει ότι αυτά τα άτομα, τελικά είναι εκείνα που θα παρακολουθήσουν το σινεμά του.
Ο ήρωας αυτός δεν είναι άλλος από τον Daniel Blake, που παρά την ιδιότητά του να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις ρεαλιστικές απεικονίσεις σύγχρονων μορφών των διαφόρων προσωπικοτήτων που κατακλύζουν μια κοινωνία, διαθέτει ένα επιπλέον ατού: Κρύβει μεταξύ άλλων την οπτική ενός σκηνοθέτη-θεατή, ο οποίος παρατηρεί τον αντίκτυπο ενός διεφθαρμένου και παθητικοποιημένου πολιτικού καθεστώτος στα πρόσωπα των συμπολιτών του και κατακρίνει, δια στόματος του ήρωά του, την απάνθρωπη φύση του.
Δεν έχει λόγο να επισημάνει στους ανθρώπους τα δικά τους λάθη που οδήγησαν τις αρχές σε αυτό το επίπεδο, ούτε να γεμίσει τα πλάνα του ένα μάτσο υπερβολές προκειμένου να προειδοποιήσει για το χειρότερο.
Όχι! Το χειρότερο δεν το ξέρει κανείς μας αν θα έρθει ή αν υπάρχει ή ποιο είναι αυτό.
Όλοι μας όμως γνωρίζουμε την ωμή αλήθεια, η οποία δεν χρειάζεται ούτε κομματικές διαπραγματεύσεις, ούτε σλόγκαν και κώδικες για να γίνει αντιληπτή.
Αυτή την ωμή αλήθεια, και την πραγματικότητα που θα δει καθένας από εμάς, αν σταθεί σε μια γωνιά του δρόμου και παρατηρήσει τους περαστικούς, αυτή ακριβώς κινηματογράφησε ο Ken Loach για το κοινό του.
Ο ήρωας του δεν ήταν ένας «επαναστάτης στα λόγια», γεμίζοντας τους διαλόγους του με λέξεις που γράφονται, προφέρονται αλλά ποτέ δεν γίνονται πράξη.
Ήταν ένας άνθρωπος που μέσω της συνειδητοποίησης των προσωπικών του βιωμάτων αλλά και της παρατήρησης ατόμων που βρίσκονταν σε παρόμοια θέση, προσπάθησε με όλη του την καρδία να προσφέρει ό,τι μπορούσε, κάτι το οποίο δεν ήταν μετρήσιμο υλικά, αλλά άπειρα εκφραζόμενο ψυχικά.
Προσφορά που δεν εκφραζόταν ως αντικείμενο σε ποσότητα, αλλά ποιοτικά ως ανθρώπινο συναίσθημα, υπενθυμίζοντας ότι η πνευματική διάσταση, που καθιστά το ανθρώπινο είδος ξεχωριστό, δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα.
Σε μια αγγλική κοινωνία καλά κρυμμένη πίσω από τα ΜΜΕ, τις αρχές και τους σκληρούς της νόμους, προχωρώντας ταχύτατα και διαγράφοντας το παρελθόν, μόνο οι καλά προετοιμασμένοι για τις συνθήκες αυτές μπορούν να ευνοηθούν από το κράτος, ενώ οι άλλοι καταλήγουν «εύπεπτη» τροφή του υπάρχοντος συστήματος.
Είναι, όμως, όλα αυτά στοιχεία που δεν έχουμε ξαναδεί με την παρούσα μορφή τους;
Ο Ken Loach μιλά στο κοινό του άμεσα, ορισμένες φορές παραγκωνίζοντας ακόμα περισσότερο τα τεχνικά μέσα που διαθέτει, και δημιουργεί μια επίγεια ταινία, ύμνο για έναν «θεατή της συγκίνησης» και της δασκαλοκεντρικής κινηματογραφικής έκφρασης αλλά ενδεχομένως όχι και τόσο για έναν «θεατή της σκέψης».
Νικόλ Φιλιπποπούλου.