Η νεαρή σπουδάστρια βιολογίας Θέλμα, βασανίζεται από ψυχωτικές κρίσεις τις οποίες κανένας γιατρός δεν μπορεί να προσδιορίσει.
Η ερωτική έλξη που θα προκύψει μετά τη γνωριμία με την συμφοιτήτρια της Άνγια, επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση και οι κρίσεις παίρνουν ανεξέλεγκτες, μεταφυσικές διαστάσεις.
Αλλαγή πλεύσης για τον Νορβηγό σκηνοθέτη Joachim Trier μετά τα «Louder than Bombs» και «Oslo, August 31st», μπαίνoντας για πρώτη φορά σε αχαρτογράφητα (για αυτόν) κινηματογραφικά νερά.
Σε συνεργασία με τον Eskil Vogt (ο οποίος εντυπωσίασε προ λίγων ετών το 2014 στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Blind»), συνυπογράφει και το σενάριο ενός μεταφυσικού θρίλερ με εμφανής αναφορές στο «Carrie» του Brian De Palma.
Ηρωίδα, μία νεαρή που διαθέτει τρομακτικές υπερφυσικές δυνάμεις και άθελα (ή ηθελημένα) σπέρνει το κακό ενώ παράλληλα ενηλικιώνεται και διερευνά τη σεξουαλική της ταυτότητα.
Προερχόμενη από θρησκόληπτη οικογένεια, η καταπιεσμένη Θέλμα τηρεί ευλαβικά τους χριστιανικούς όρους που υπαγορεύουν οι αυστηροί γονείς της.
Όταν απομακρύνεται από το συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον πηγαίνοντας να σπουδάσει σε άλλη πόλη, θα βρεθεί για πρώτη φορά ενώπιον του πειρασμού και της αμαρτίας γνωρίζοντας τον έρωτα στο πρόσωπο της όμορφης συμφοιτήτριας της.
Όπως στο κλασσικό αριστουργηματικό horror anthem των 70's, έτσι κι εδώ η θρησκοληψία βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και η σεξουαλική ενηλικίωση είναι εμφαντικά παρόν (με τη διαφορά ότι είναι μία queer εκδοχή), ενώ όσον αφορά το κομμάτι του τρόμου, απουσιάζει η ωμή βία και το αίμα και τη θέση τους παίρνουν τα ευφάνταστα στιλιζαρισμένα πλάνα και οι σουρεαλιστικοί συμβολισμοί.
Μακριά από τα ακαδημαϊκά μοτίβα, ο Trier προσεγγίζει διαφορετικά από τα κλισέ ένα θρίλερ με αλληγορικές διαστάσεις, ενδιαφέρουσες κοινωνικές προεκτάσεις αλλά και ανισότητες.
Όσο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που εισάγει την ηρωίδα του σε ένα μεταφυσικό κινηματογραφικό σύμπαν άλλο τόσο υπερβολικά επιτηδευμένος είναι.
Με στιλιζαρισμένη αφήγηση που πατάει στη φόρμα ενός κλασσικού horror film επιχειρεί μέσω του ψυχογραφήματος της Θέλμα να καυτηριάσει τις συνέπειες του συντηρητισμού και της θρησκοληψίας σε μία καταπιεσμένη οικογένεια.
Ωστόσο τα ονειρικού παροξυσμού σουρεαλιστικά πλάνα του, μπορεί να διαθέτουν εκθαμβωτική φωτογραφία και επιδέξια κινηματογράφηση αποτυπώνοντας εντυπωσιακά ένα απόκοσμο μεταφυσικό περιβάλλον αλλά μένουν στην πλαστικότητα.
Ο Νορβηγός φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις εικόνες παρά για το περιεχόμενο τους, με συνέπεια οι κοινωνιολογικές αναφορές να προσεγγίζονται απλοϊκά με προφανής αλληγορικούς συμβολισμούς και το όλο εγχείρημα του ψυχογραφήματος να μένει στην επιφάνεια.
Ακόμη κι αν η ατμόσφαιρα είναι υπνωτιστική, η μουσική υποβλητική και η σκηνοθετική βιρτουζιτέ του θεαματική, ο Trier υποπίπτει εύκολα σε αυτάρεσκες, στιλιστικές επιδείξεις και χάνει τελικά την ευκαιρία που ο ίδιος δημιουργεί στερώντας από αυτό το αξιόλογο φιλμ την υπέρβαση που του αξίζει.
Συμμετοχή στα φεστιβάλ του Τορόντο και της Αθήνας («Νύχτες Πρεμιέρας») και η Επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Προβλήθηκε στις 19 Απριλίου στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Γιάννης Αποστολίδης.