Λίγες κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες έχουν ταυτιστεί τόσο πολύ με τη μιζέρια της βρετανικής πραγματικότητας, και για αυτό το παρόν άρθρο εξετάζει τα σκουπίδια που αφήνει πίσω του ο συντηρητισμός.
Scum (1977)
Το σενάριο του Roy Minton (ο οποίος κάνει αποκλειστικά τηλεοπτικές δουλειές) καταπιάνεται με τη βίαιη πραγματικότητα του βρετανικού σωφρονιστικού συστήματος που το μόνο που δεν κάνει μέσω των αλλεπάλληλων βιασμών που ανέχεται και του ρατσισμού που παράγει είναι να σωφρονίζει.
Πρόκειται για μια ταινία κατάστασης, αφού ποτέ δεν γίνεται ξεκάθαρο ποιος είναι ο πρωταγωνιστής, αν και ξεχωρίζει ένας νεαρός άθεος και χορτοφάγος, που ματαιώνει την ύπαρξη κάθε φιγούρας εξουσίας (είναι κρίμα που όλα αυτά καταγράφονται μόνο με διαλόγους).
Η σκηνοθετική ταυτότητα του Alan Clarke (θρύλος της βρετανικής τηλεόρασης) είναι και πάλι παρούσα (δηλαδή η έλλειψη μιας ταυτότητας και η απλή κινηματογράφηση των όσων συμβαίνουν – δηλαδή ανθρώπων να μιλάνε μεταξύ τους μέσα σε άδειους εσωτερικούς χώρους).
Εν τέλει, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, το σύστημα ριζώνει μέσα μας τον αυτοκτονικό ιδεασμό και καταργεί τις προσωπικότητες μας, και όλα οδηγούν στην εξέγερση, αφού μόνος δρόμος είναι η επανάσταση, αλλά δυστυχώς το επακόλουθο είναι η καταστολή.
Αυτή η παραγωγή της Margaret Matheson [Sid and Nancy (1986)] προοριζόταν για προβολή δια της τηλεοπτικής ανθολογίας Play for Today που προβαλλόταν από το BBC1 από το 1970 έως το 1984, αλλά τελικά το κανάλι δεν προέβη σε αυτή, και η ταινία είδε το φως της ημέρας το 1991.
Scum (1979)
Τούτο εδώ το κινηματογραφικό remake της παραπάνω τηλεταινίας (η σύνοψη είναι σχεδόν ίδια, απλά εδώ δεν συμπεριλαμβάνεται ένα ομοφυλοφιλικό ειδύλλιο που είδαμε στην πρώτη ταινία) από τον σεναριογράφο Roy Minton και τον σκηνοθέτη Alan Clarke είναι λιγότερο ακατέργαστο (σε αυτό σίγουρα συντελεί το ότι γυρίστηκε σε 35mm, ενώ η πρώτη ταινία σε 16mm), αλλά και πως δεν θα μπορούσε άλλωστε αφού σε διάστημα δύο ετών γύρισαν την ίδια ταινία δύο φορές;
Η κύρια διαφορά είναι πως εδώ η βία είναι σκληρότερη (η σκηνή του ομαδικού βιασμού εδώ είναι ακόμα πιο άβολη), και έκανε την σημαιοφόρο του βρετανικού συντηρητισμού της δεκαετίας του ’80 Mary Whitehouse (ιθύνον νους των ‘video nasties’ διώξεων) να οδηγήσει το φιλμ στα δικαστήρια, όπου αρχικά κατάφερε την απαγόρευση του, αλλά αυτή ανεστράφη στο εφετείο.
Η παρούσα ταινία έχει ταυτιστεί όσο λίγες με το βρετανικό σινεμά της μπόχας της δεκαετίας του ’70, ωστόσο η πραγματικότητα που καταγράφει δεν μοιάζει να διαφέρει πολύ με αυτή του υπόλοιπου δυτικού πολιτισμού, κάνοντας τη μοναδικότητα του να μοιάζει παρωχημένη.
Dog Pound (2010)
Τούτο εδώ το remake αφορά τους νεαρούς Butch [ο Adam Butcher του Saint Ralph (2004)], Davis [ο Shane Kippel του The Rest of my Life (2010)], και Angel (ο Matthew Morales), που μια αισθητικά εξαίρετη εισαγωγή μας εξηγεί πως βρέθηκαν κρατούμενοι στις φυλακές ανηλίκων.
Η υπόλοιπη ταινία δεν στέκετε ποτέ στο ύψος της προαναφερθείσας εισαγωγής και διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου μέσα στη φυλακή, όπου οι νεαροί θα υποστούν σωρεία επιθέσεων τύπου bullying, από κλοπή και ξυλοδαρμό μέχρι νάρκωση και βιασμό.
Η σκηνοθεσία της Kim Chapiron (η οποία έγραψε και το σενάριο μαζί με τον Jeremie Delon) πατάει επάνω σε μοντέρνο στυλ και ως τέτοια καθιστά τον εαυτό της τουλάχιστον απαραίτητη, μια και αυτό το στοιχείο έλειπε από τις δύο πρώτες ταινίες.
Η παραγωγή του Georges Bermann [Be Kind Rewind (2008)] έκανε πρεμιέρα στο Tribeca Film Festival, και έκτοτε ακολούθησε μια ταπεινή καριέρα στο Netflix (όπου προβάλλεται με αγγλικούς υπότιτλους, λόγω της προφοράς πολλών εκ των πρωταγωνιστών) και το home video.
Αναδημοσίευση από Horrorant.