H προσευχή είναι το μόνο μέσο του ανθρώπου για συγχώρεση αμαρτιών από τον Θεό του, ειδικά όταν βρίσκεται στη μέση του πουθενά κι αισθάνεται την ανάγκη για προστασία.
Το θέμα είναι κατά πόσο ο Θεός που επικαλούνται αναιρεί τις αμαρτίες τους ή εκείνες παραμένουν σαν βαριά κατάρα, έτοιμη να βασανίσει και τις επόμενες γενιές.
Όποια κι αν είναι η δικαιολογία, η αμαρτία παραμένει αμαρτία και οι συνέπειές της, ιδίως όταν το κακό παραμονεύει παντού, είναι φρικιαστικές!
Το The Witch, επαναφέρει στο προσκήνιο το χαμένο ψυχολογικό τρόμο, που είχε ξεχαστεί για δεκαετίες στα κινηματογραφικά συντρίμμια, παραδίδοντας ένα γνήσιο, καλογραμμένο έργο εξαιρετικά δομημένο και κλιμακούμενο, με μοναδικό του όπλο την εναλλασσόμενη ατμόσφαιρα.
Με άξονα τη γραμμή που χάραξε το It Follows (2014), αλλά λειτουργώντας πολύ πιο εικονοκλαστικά, το The Witch καλεί τον θεατή σε μια πρωτόγνωρη, μεταφυσική εμπειρία «άγνωστου» τρόμου, προσφέροντας ένταση και συναισθηματική κλιμάκωση και παρουσιάζοντας το απόλυτο… τίποτα!
Η λογική του είναι απλή, αν κάποιος φοβηθεί το ορατό, τότε ο φόβος θα είναι σίγουρα εντονότερος αν δεν το δει ποτέ.
Ο φόβος για το άγνωστο, βέβαια, δεν δημιουργείται σε καμία περίπτωση με τη βοήθεια φθηνών jump scares, που κρατούν σε εγρήγορση το κοινό μόνο μια δεδομένη στιγμή.
Η ικανότητα κλιμακούμενου τρόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας απαιτεί ατμόσφαιρα και λεπτομερή χειρισμό της, «παίζοντας στα δάχτυλα» την συναισθηματική φόρτιση του κοινού κάθε στιγμή του έργου.
Όλα ξεκινούν από την πίστη μιας φαινομενικά αθώας οικογένειας, η οποία δοκιμάζεται και σταδιακά εξασθενεί, αφήνοντας το κακό να διεισδύσει ύπουλα ανάμεσά τους.
Η γνωριμία με το κακό πραγματοποιείται από τις πρώτες σεκάνς του φιλμ, όμως η πλήρης άγνοια για την υπόστασή του και τις δυνατότητές του είναι παρούσα παντού, κρίνοντας πάντα εκ του αποτελέσματος.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψη της εξέλιξης καθίσταται αδύνατη, αφού οι πολλαπλές μορφές του κακού και οι δράσεις του, παραμένουν μέχρι και την τελευταία στιγμή… μυστήριες.
Οι χαρακτήρες ηθογραφούνται με ιδιαίτερη ακρίβεια, χωρίς να γίνονται μονοδιάστατα συμπαθητικοί ή αντιπαθητικοί, εστιάζοντας ωστόσο κυρίως στις αδυναμίες τους που αποτελούν τροφή για ρίζωση του κακού στην οικογένεια.
Η οικογένεια, βέβαια, και γενικότερα οι χαρακτήρες, ναι μεν αποτελούν ένα γνωστό στοιχείο σε μια «άγνωστη» ιστορία, γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ενδεχομένως, τι περιμένει τον καθένα, αλλά η βασική πηγή της ατμόσφαιρας δεν προέρχεται μόνο από εκείνους και τις αξιόλογες ερμηνείες των ηθοποιών τους.
Πάντα θα βρίσκεται από πίσω ένας ήχος ή μια «νεκρική» σιωπή που οξύνει τις προσδοκίες από τη σεκάνς, ακόμα κι αν αυτό που ακολουθεί είναι πάλι το απόλυτο… τίποτα.
Το The Witch καταφέρνει, σε μόλις μισή ώρα, να ανοίξει ολοκληρωτικά έναν νέο σύγχρονο δρόμο στις ταινίες τρόμου, αποτελώντας συνδετικό κρίκο τόσο με παλιές προκάτοχους της δεκαετίας του 70’ και του 80’, όσο και με κλασικά παραμύθια μέσα από παραπομπές από τις εικόνες gothic χρωμάτων.
Σε δεύτερο επίπεδο, ίσως να μην εκπροσωπεί ιδιαίτερα μια απλή ταινία τρόμου θρησκευτικής καταγγελίας, όσο ένα σύγχρονο παραμύθι ενηλικίωσης και αποδόμησης της πατριαρχικής και θεοκρατούμενης οικογένειας, υπενθυμίζοντας ότι σε κάθε κόσμο, ακόμα και σε ένα παραμύθι οι αμαρτίες των γονέων θα παιδεύουν πάντα τα παιδιά τους.
Μόνο που σε μια ταινία τρόμου, το αποτέλεσμα είναι ελαφρώς πιο… φρικιαστικό!
Με φόντο μια μοναχική οικογένεια με παιδιά σε ένα υπερβολικά «ήσυχο» δάσος, ο Robert Eggers σκηνοθετεί ένα άψογο, ανατριχιαστικό παραμύθι που δεν υπόσχεται στον θεατή του καρδιακή ανακοπή από μια παρακμιακή δηθενιά από εφέ, αλλά μια τίμια, καθαρόαιμη δουλειά με τα χτυποκάρδια αγωνίας να αγγίζουν κόκκινο και τις λιτές εικόνες σκούρας παλέτας να στοιχειώνουν το μυαλό του ακόμα και μετά το τέλος της προβολής.
Το The Witch ήταν η Ταινία Έναρξης στο 3ο Horrorant Film Festival ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΟΜΟΥ.
Νικόλ Φιλιπποπούλου.