Ορισμένες φορές οι νεότεροι δημιουργοί χρειάζονται πρότυπα και πρόσωπα που τους δίνουν έμπνευση για τη δουλειά τους.
Πολλοί είναι οι κινηματογραφιστές που συχνά αναφέρουν ένα σημαντικό Γάλλο σκηνοθέτη που μόλις με 13 ταινίες άφησε το στίγμα του και αποτελεί σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα, 45 χρόνια μετά το θάνατό του.
Το όνομα αυτού είναι Jean-Pierre Melville.
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 20 Οκτωβρίου 1917 ως Jean-Pierre Grumbach και από νωρίς έδειξε ενθουσιασμό για τον κινηματογράφο.
Απέκτησε το ψευδώνυμο ‘Melville’ κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου προς τιμήν του μεγάλου συγγραφέα Herman Melville.
Μετά το τέλος του πολέμου αποφασίζει να διατηρήσει το ψευδώνυμο για την επαγγελματική του καριέρα μιας και ακουγόταν ‘καλύτερο’.
Θέλοντας να εισέλθει στον κόσμο του κινηματογράφου, απευθύνεται αρχικά στο Σωματείο Γάλλων Τεχνικών το οποίο όμως τον απορρίπτει.
Καταλαβαίνοντας πως λειτουργούν τα πράγματα, στήνει το δικό του γραφείο παραγωγής ταινιών.
Και η αρχή γίνεται το 1946 με τη μικρού μήκους ταινία ’24 Hours in the Life of a Clown’ της οποίας κάνει την παραγωγή, γράφει το σενάριο, την σκηνοθετεί και ο ίδιος είναι στο ρόλο του αφηγητή.
Η ταινία πήγε καλά και έτσι ο Melville ξεκινάει δυναμικά το δρόμο του και το όνειρό του που πήγαν να του το στερήσουν.
Έχει ήδη καταφέρει να πάρει και ένα μικρό ρόλο στην δεύτερη ταινία του Robert Bresson, το ‘Les Dames du Bois de Boulogne’ από το 1945.
Το 1949 έρχεται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το ‘Le Silence de la Mer’.
Αντλώντας μνήμες από τη συμμετοχή του στην αντίσταση στα χρόνια του πολέμου, η ταινία μιλάει για τη φρίκη του πολέμου.
Γυρίστηκε με ένα μικρό συνεργείο με άγνωστους ηθοποιούς μέσα σε 27 μέρες μέσα στο χρόνο.
Μια πραγματικά ασυνήθιστη παραγωγή, από τις πρώτες φορές που δόθηκε έμφαση σε σκηνές σε φυσικούς χώρους παρά σε στούντιο, σε χώρους μάλιστα που δεν πήρε ποτέ άδεια να γυρίσει.
Την επόμενη χρονιά, το 1950, ακολουθεί μια συνεργασία με τον Jean Cocteau στην προσαρμογή του μυθιστορήματος του ‘Les Enfants Terribles’ για μια ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται σε δύο αδέρφια.
Ο Jean Cocteau την ίδια χρονιά του προσφέρει ένα μικρό ρόλο στην ταινία ‘Orpheus’.
Η τρίτη ταινία του Melville είναι ένα δράμα με τον τίτλο ‘When You Read This Letter’ (1953), που συγκαταλέγεται ίσως ανάμεσα στις πιο σπάνιες ταινίες του σήμερα.
Αν και η ταινία δεν στάθηκε τόσο δημοφιλής, ήταν η πρώτη προσπάθεια του σε πιο υψηλούς προϋπολογισμούς από τις προηγούμενες δουλειές του.
Και χάρη στην συμπαραγωγή Γαλλίας-Ιταλίας, ο Melville κατορθώνει να μετακινηθεί σε μεγαλύτερα στούντιο παραγωγής.
Λίγα χρόνια αργότερα ετοιμάζει τη νέα του ταινία, το μοναδικό ‘Bob Le Flambeur’ που κυκλοφορεί το 1956 στις αίθουσες.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Roger Duchesne και η ταινία, αν όχι επικερδής, αποτελεί την πρώτη ταινία του Melville που καταπιάνεται με το είδος που θα συνδεθεί περισσότερο μαζί του, το film noir.
Επίσης, η ταινία ήταν μια από τις αγαπημένες των δημιουργών της Nouvelle Vague που εκτιμούσαν πολύ τον Melville και τον θεωρούσαν σημείο αναφοράς για τις ταινίες του κινήματος τους.
Η ταινία χαρακτηρίζεται και από χρήση της κάμερας στο χέρι και κάνουν την εμφάνιση τους τεχνικές που θα παίξουν βασικό ρόλο στην διαμόρφωση των ταινιών του κινήματος της Nouvelle Vague.
Επηρεασμένος ο σκηνοθέτης Neil Jordan από την ταινία, την κάνει remake το 2002 ως ‘The Good Thief’.
Ακόμα, παίζει σαν ηθοποιός σε δύο ταινίες και λίγο πριν κλείσει η δεκαετία του ’50, γυρίζει το ‘Two Men in Manhattan’ το 1959 στο οποίο πέρα από σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και ηθοποιός, είναι αυτή τη φορά ο ίδιος και ο διευθυντής φωτογραφίας.
Ο ίδιος έκανε αυτή την ταινία ως φόρο τιμής στη Νέα Υόρκη και στον αμερικάνικο κινηματογράφο που θαύμαζε τόσο πολύ.
Η ταινία δεν πήγε τόσο καλά εισπρακτικά και ο ίδιος αποστασιοποιείται από το κίνημα της Nouvelle Vague που τον συνέδεσαν εκείνα τα χρόνια.
Κάνει και μια εμφάνιση στο ‘Breathless’ του Jean-Luc Godard και ο François Truffaut χρησιμοποιεί ένα ηθοποιό που έπαιζε στο ‘Bob Le Flambeur’ για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ‘The 400 Blows’ την ίδια χρονιά.
Η νέα δεκαετία ξεκινάει με μια σημαντική συνεργασία με τον μοναδικό Jean-Paul Belmondo για την ταινία ‘Leon Morin, Priest’ στην οποία συμμετέχει και η Emmanuel Riva.
Σε παραγωγή των Georges De Beauregarde και Carlo Ponti και με μεγαλύτερο προϋπολογισμό, η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες το 1961 και υπήρξε επιτυχία.
Ο Melville στη συνέχεια παίζει στην ταινία ‘Landru’ του Claude Chabrol και λίγο καιρό μετά βγαίνει στις αίθουσες το 1963 το αριστουργηματικό ‘Le Doulos’ με τους Jean-Paul Belmondo, Serge Reggiani, Jean Desailly και Michel Piccoli στους βασικούς ρόλους.
Επιτυχημένη και εισπρακτικά αλλά και από πλευράς κριτικών, η ταινία αποδείχθηκε από τις πιο πετυχημένες δουλειές του Melville διαθέτοντας ένα καταπληκτικό σενάριο.
Με τον Belmondo θα συνεργαστεί ξανά το 1963 για την ταινία ΄Magnet of Doom’ που συμπρωταγωνιστεί και ο Charles Vanel και βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Georges Simenon.
Η ταινία αποτελεί την πρώτη έγχρωμη ταινία που γύρισε ο Melville.
Την διεύθυνση φωτογραφίας υπογράφει ο μοναδικός Henri Decaë που θα συνεργαστεί με τον Melville ξανά σε επόμενες δουλειές του.
Μετά από μια μικρή απουσία τριών ετών, το 1966 ο Melville επανέρχεται με το ‘Le Deuxième Souffle’ που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του José Giovanni και πρωταγωνιστούν οι Lino Ventura, Paul Meurisse και Raymond Pellegrin.
Το έργο αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Melville και είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του.
Έγινε και ένα συμπαθητικό remake το 2007 από τον σκηνοθέτη Alain Corneau.
Την επόμενη χρονιά ο Melville συνεργάζεται με τον Alain Delon για μια ταινία που θα εκτοξεύσει τη φήμη και των δύο και είναι σημείο αναφοράς για τους σινεφίλ.
Η ταινία ακούει στο όνομα ‘Le Samourai’.
Η ταινία είναι ένα μάθημα σκηνοθεσίας και αποτελεί ίσως την πιο γνωστή ταινία του Melville.
Διαθέτοντας καταπληκτική φωτογραφία από τον Henri Decaë και ένα μοναδικό σενάριο με ελάχιστους διαλόγους, το έργο παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο για την κομψότητα, το απαράμιλλο στυλ του και ως ένα πρότυπο του film noir με ένα υπαρξιακό χαρακτήρα.
Η επόμενη ταινία του σκηνοθέτη, το αξιομνημόνευτο ‘Army of Shadows’ (1969) ενώνει τους Lino Ventura, Paul Meurisse, Simone Signoret και Jean-Pierre Cassel σε μια ιστορία από την αντίσταση στα χρόνια του πολέμου που με τη σειρά της βασίζεται στο βιβλίο του Joseph Kessel που κυκλοφόρησε το 1943.
Η ταινία δεν υπήρξε επιτυχία αλλά με την πάροδο του χρόνου αρχίζει και λαμβάνει την εκτίμηση που του αναλογεί.
Μια από τις επίσης πιο χαρακτηριστικές και γνωστές δουλειές του σκηνοθέτη ανοίγει τη δεκαετία του ’70.
Πρόκειται για την ταινία ‘Le Cercle Rouge’ στην οποία πρωταγωνιστούν οι Alain Delon, Yves Montand, Gian Maria Volonté και Andre Bourvil.
Από τα πιο διάσημα crime film του Melville, η ταινία αποτελεί συμπαραγωγή Γαλλίας-Ιταλίας και διαθέτει λίγο διάλογο στην μεγάλη διάρκεια της.
Η ταινία είναι και η τελευταία φορά που ο Melville θα συνεργαστεί με τον διευθυντή φωτογραφίας Henri Decaë.
Το 1972 ο σκηνοθέτης γράφει και σκηνοθετεί την τελευταία ταινία του, το ‘Un Flic’ που πρωταγωνιστής είναι ο Alain Delon.
Ο Delon είχε συνεργαστεί ξανά με το Melville στο παρελθόν, αλλά αυτή τη φορά υποδύεται τον αστυνομικό και όχι τον εκτελεστή.
Οι εξαίρετοι Richard Crenna και Catherine Deneuve πλαισιώνουν τον Delon στους βασικούς ρόλους και τη διεύθυνση φωτογραφίας αναλαμβάνει αυτή τη φορά ο Walter Wottitz.
Η ταινία παραμένει δημοφιλής μετά από τόσα χρόνια και είναι και η τελευταία ταινία που έφτιαξε ο Melville.
Δυστυχώς, στις 2 Αυγούστου 1973 ενώ γευματίζει με τον Philippe Labro σε ένα εστιατόριο στο Παρίσι πεθαίνει ξαφνικά σε ηλικία 55 ετών.
Αν ζούσε και άλλα χρόνια, το πιο πιθανό θα ήταν να μας παρέδιδε και άλλα αριστουργήματα πέρα από αυτά που είχε γυρίσει.
Οι ταινίες του έχουν αγαπηθεί, έχουν εμπνεύσει πολλούς δημιουργούς μέσα και έξω από τον κινηματογράφο και η δουλειά του αναφέρεται συχνά σαν ένα έξοχο παράδειγμα του Γαλλικού film noir.
Η προσεγμένη φωτογραφία, η έλλειψη διαλόγου σε σκηνές, το μονοπλάνο, η στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, το υπέροχα δομημένο σενάριο και οι σκοτεινοί χαρακτήρες των ταινιών του είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που διακατέχουν τη φιλμογραφία του και που τόσο τον ξεχωρίζουν από άλλους δημιουργούς της εποχής του.
Το σίγουρο είναι πως το έργο του θα συνεχίζει να εντυπωσιάζει και να εμπνέει μετά από τόσα χρόνια.
Η δουλειά του έγινε ‘αθάνατη’, εκπληρώνοντας έτσι την φιλοδοξία που είχε ο χαρακτήρας που υποδυόταν στην ταινία του Godard.
Και με μόνο 13 μεγάλου μήκους ταινίες ως σκηνοθέτης, ήταν αρκετό να μας το αποδείξει.
Πάνος Μουζάκης.