Ως φανατικά μη-πολιτικοποιημένος, αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι τις πολιτικές ταινίες και πιο συγκεκριμένα εκείνες που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, ειδικά αν αυτά, δικαίως ή αδίκως έχουν “θεοποιηθεί”.
Όπως καταλαβαίνετε, το Che ήταν φωτογραφική αποτύπωση των απεχθειών μου και δεν μπήκα ποτέ στο κόπο να δω καν το trailer.
Μέχρι που έφτασε στο inbox μου ένα email από τον αρχισυντάκτη που μου ανέθετε τη κριτική της ταινίας, που αυτό το καιρό έρχεται για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες, παρότι κυκλοφορεί εδώ και μια δεκαετία σε home video.
Και εκεί που είχα έτοιμο το reply άρνησης, είπα να τη δω αλλιώς και να μη παρακολουθήσω μια βιογραφική ταινία για τον Guevara αλλά μια ταινία του Steven Soderbergh με τον Benicio Del Toro, άλλωστε η κριτική οπτική ενός θεατή που το μόνο που ξέρει για τον Αργεντινό επαναστάτη είναι η φάτσα του από τα μπλουζάκια, ίσως θα είχε κάποιο ενδιαφέρον…
Η ταινία ως γνωστόν, διαχωρίζεται σε Part 1 και Part 2, και παρότι αυτό έγινε αρχικά για πρακτικούς λόγους μιας και ένα φιλμ που πλησιάζει τις 4μιση ώρες διάρκειας θα ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει κανονική διανομή, ο σκηνοθέτης φρόντισε με διάφορα μονταζιακά τρικς να τα κάνει αρκούντως διακριτά.
Επειδή όμως ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μία ταινία, θα παρουσιαστεί ως τέτοια.
Στο πρώτο της μισό καταπιάνεται με τη περίοδο της Κουβανικής Επανάστασης και πιο συγκεκριμένα από τη πρώτη συνάντηση του νεαρού γιατρού Ernesto Guevara με τον Fidel Castro το 1955 στο Μεξικό και φτάνει μέχρι τη καθοριστική νίκη των επαναστατικών δυνάμεων στη πόλη της Santa Clara που οδήγησε και στην φυγή του Προέδρου Batista από τη χώρα το 1959.
Σε μορφή παράλληλων flash forward, παρακολουθούμε την εμφάνιση και την ομιλία του Guevara στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών το 1964.
Στο δεύτερο μισό, η δράση μας πάει στη Βολιβία, όπου κατέφτασε ο Guevara το 1966 αφού παραιτήθηκε από κάθε του πολιτικού αξιώματος στη Κούβα, για να οργανώσει την αντίσταση κατά του Προέδρου Barrientos.
Όμως αυτή τη φορά, η κατάσταση ήταν διαφορετική μιας και σε αυτή τη προσπάθεια δεν είχε μαζί του την υποστήριξη ούτε του Κόμματος, αλλά ούτε του ντόπιου πληθυσμού που παρά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, δεν πείστηκε να σταθούν στο πλάι του, με την εκτέλεσή του να ρίχνει τους τίτλους τέλους.
Η ταινία βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο Reminiscences of the Cuban Revolutionary War του ίδιου του Guevara το οποίο ανέπτυξε σε μορφή σεναρίου ο Peter Buchman.
Αν ρίξουμε μια ματιά στο βιογραφικό του κυρίου θα δούμε ότι οι μοναδικές του άλλες δουλειές ήταν για τα Jurassic Park III και Eragon… άουτς!
Δε γνωρίζω τι μορφή έχει το βιβλίο, όμως το σενάριο, από καθαρά κινηματογραφικής άποψης, μιας και δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο ιστορικά ακριβές είναι, είναι ένα μάτσο χάλια!
Πιο σημαντικό πρόβλημά του είναι ότι για να μπορέσεις παρακολουθήσεις τη ταινία πρέπει να γνωρίζεις ήδη την ιστορία.
Είναι πρακτικά αδύνατο να αντιληφθείς ακριβώς τι συμβαίνει αν δεν γνωρίζεις ήδη ονόματα, τοποθεσίες, οργανώσεις, μιας και το σενάριο τα αναφέρει χωρίς ουδεμία επεξήγηση.
Αυτό γίνεται ακόμα εντονότερο από τη μορφή του σεναρίου που ουσιαστικά δεν μας λέει μια ολοκληρωμένη ιστορία αλλά μας αραδιάζει στιγμιότυπα από τη ζωή του Che, με τους χαρακτήρες και την όλη κατάσταση γύρω του να αλλάζουν πιο γρήγορα από τους προπονητές στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Το πολύ σημαντικό κερασάκι στη τούρτα του κακογραμμένου σεναρίου είναι ότι αυτό στη τελική δεν καταφέρνει ούτε να μας διηγηθεί την ιστορία των επαναστάσεων στις οποίες συμμετείχε ο Guevara, ούτε να μας γνωρίσει τον ίδιο τον άνδρα.
Ειλικρινά, το μόνο που έμαθα για εκείνον μετά από σχεδόν 5 ώρες ταινίας είναι ότι είχε άσθμα!
Μια βιογραφική ταινία φυσικά και έχει ως βασικό target group αυτούς που ενδιαφέρονται και γνωρίζουν ήδη κάποια πράγματα για τον εκάστοτε εικονιζόμενο και θέλουν να τα δουν να ζωντανεύουν στο πανί, όμως όταν αποκλείει τελείως όλους τους άλλους, κάτι δεν έκανε σωστά.
Να με συμπαθάτε αλλά θα συνεχίσω με τα προβλήματα του σεναρίου, τα οποία δεν έχουν τελειωμό, όμως εδώ η ευθύνη για τη διαχείριση αυτών βαραίνει περισσότερο τον σκηνοθέτη.
Πιο συγκεκριμένα το Part 1 έχει να παρουσιάσει τόσα πολλά γεγονότα και τελικά μας τα δίνει τόσο αποσπασματικά που δεν καταφέρνει να μας δώσει την ολοκληρωμένη εικόνα, όμως τουλάχιστον έχουμε μια ικανοποιητική ροή.
Στον αντίποδα, στο Part 2, τα γεγονότα είναι εξαιρετικά λιγότερα, και ακολουθώντας το ίδιο αποσπασματικό μοτίβο, η ταινία όχι μόνο και πάλι δεν καταφέρνει να παρουσιάσει ολοκληρωμένα την ιστορία αλλά είναι και τρομερά, μα τρομερά βαρετή.
Ο Steven Soderbergh είναι ένας σκηνοθέτης στον οποίον δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη και παρότι μας έχει δώσει δείγματα μεγάλου ταλέντου αυτά είναι ιδιαιτέρως αραιά, όπως ακριβώς και στο Che με τη σκηνοθεσία να μη μπορεί να ελέγξει το ρυθμό, την ιστορία, το μοντάζ, τίποτα, ενώ και οπτικά, με εξαίρεση κάποια ελάχιστα στιγμιότυπα στο Part 1, το φιλμ δεν έχει να μας δώσει τίποτα αξιοσημείωτο.
Για να σας αφήσω με το μοναδικό ίσως θετικό της ταινίας, αυτό φυσικά δεν είναι άλλο από τον Benicio Del Toro (Sicario: Day of the Soldado) που είναι πραγματικά γεννημένος για να υποδυθεί τον Che Guevara και το έκανε καταπληκτικά.
Αυτή η ερμηνεία γιατί δεν έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, θα σας γελάσω… αλλά υποψιάζομαι!
Αν στο συρτάρι σας έχετε ένα t-shirt με τυπωμένη τη χαρακτηριστική εικόνα του Guevara, πιθανότατα έχετε δει το φιλμ πριν μια δεκαετία.
Όσοι πάλι τον ξέρετε μόνο “απ’ έξω- απ’ έξω” και θέλετε να πάτε να δείτε και να μάθετε για τη ζωή και το έργο του, λυπάμαι χάσατε.
Η πρώτη ταινία προβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους τη προηγούμενη εβδομάδα, ενώ το Part 2 θα βγει στους κινηματογράφους από 13 Σεπτέμβρη.
Αλέξανδρος Κυριαζής