Ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών έχει καταταχθεί μεταξύ άλλων η διάσημη ταινία της δεκαετίας του ’90, με τον Kevin Costner να λαμβάνει εκθειαστικά σχόλια για την σκηνοθετική οπτική του, παρασέρνοντας κοινό και κριτικούς της εποχής, σε μια άγρια οπτική πανδαισία.
Βαδίζοντας στα χνάρια ενός νέου Χόλιγουντ, πλήρως αντιπροσωπευτικού της αντίστοιχης δεκαετίας, το Χορεύοντας με τους Λύκους φλέρταρε έντονα με τα στοιχεία ενός ηρωικού υπερθεάματος, επιτρέποντας παράλληλα στις εικόνες του να πλημμυρίσουν συναισθήματα τους θεατές της μεγάλης οθόνης και να βυθιστούν στις 4 ώρες μεγαλοπρέπειάς του.
Η ιστορία, διακατέχεται από ένα πολύπτυχο σενάριο που μεταβάλλεται με την εξέλιξη της υπόθεσης .
Η φύση αποτελεί τον κύριο άξονά της, ενώ οι αντιτιθέμενοι χαρακτήρες την ανάπτυξή της.
Στο πρώτο μισό η προσέγγιση της φύσης γίνεται με πιο προσωπικό τρόπο, εστιάζοντας στο ανθρώπινο επικοινωνιακό πλαίσιο, τόσο με ομοειδή όσο και με ετεροειδή.
Η Μητέρα Φύση που φροντίζει τα παιδιά της όταν εκείνα τη σέβονται και την αγαπούν, μαζί την διασταύρωση μιας ανθρώπινης ζωής με εκείνη ενός λύκου αλλά και το χτίσιμο μιας βαθύτερης επικοινωνίας μεταξύ δύο ανθρώπων διαφορετικών πολιτισμών, συνιστούν τις τρεις βασικές αξίες που υποβόσκουν στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Η απλότητα των εικόνων και των καθημερινών γεγονότων στην ζωή τόσο του πρωταγωνιστή, όσο και των τριγύρω ατόμων του, αντιμάχεται με την φυσική περιπλοκότητα κι αποδεικνύει ότι η ουσία κρύβεται πάντα σε απλές καθημερινές αξίες.
Κάθε σκηνή, που μπορεί φαινομενικά να μην δείχνει κάτι το περίπλοκο, προσδίδει στην ατμόσφαιρα μια διάχυτη ευεξία, που συναντά όμορφα τη νοσταλγία ενός τρόπου ζωής που έχει εκλείψει, ακόμα και στη σύγχρονη εκδοχή του.
Στο δεύτερο μισό, η γαλήνη αντικαθιστάται από εντάσεις πολλαπλών πεδίων, προσγειώνοντας στο σήμερα αυτόν τον «ιδεατό» κόσμο που είχε καταφέρει να χτίσει στο πρώτο μισό.
Ο έρωτας μπαίνει στη ζωή των ανθρώπων και οι διαφορετικές κουλτούρες συγκρούονται επίσημα πλέον από τους εκπροσώπους τους.
Ο Kevin Costner δείχνει άμεσα πλέον την απόλυτη φύση του, υιοθετώντας καταδικαστικό ύφος και παίρνοντας ξεκάθαρη στάση στην διαμάχη που έχει δημιουργήσει.
Οι επιλογές του πρωταγωνιστή του (που ερμηνεύεται και από τον ίδιο), ακολουθούν την κλασική επαναστατική ιδεολογία αλά Χόλιγουντ που δοξάζει την σύγχρονη Αμερική καταδικάζοντας την ήδη εγκαθιδρυμένη.
Το κλισέ ηρωικό πρότυπο, δεν σταματά να δηλώνει το παρόν του σε καμία από τις σεκάνς του δεύτερου μισού του έργου, προβαίνοντας σε αναμενόμενες εκβάσεις σε χιλιοειπωμένες σεκάνς.
Παρόλ’ αυτά, η οπτική απόδοση της κεντρικής ιδέας του δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα, αφήνοντας τις εικόνες να μιλήσουν από μόνες τους.
Η πλήρης καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, με το οποίο ο θεατής έχει ήδη δεθεί σε όλο το πρώτο μισό, αποτελεί ένα τεράστιο κίνητρο για να αποδοθεί δικαιοσύνη στις κλισέ παραδοχές που έχει προβεί ο στην ταινία του.
Και οι εικόνες αυτές είναι, εν τέλει, το βασικό εγχείρημα του που παρέσυρε και παρασέρνει το κοινό στο πανέμορφο σύμπαν που έχει δημιουργήσει, για να το προσγειώσουν, ενδεχομένως, στη συνέχεια, οι άνευροι και μονοδιάστατοι χαρακτήρες του.
Νικόλ Φιλλιποπούλου