Στο βροχερό Παρίσι του 1970 και σε μια «αριστοκρατική» εγκληματικότητα υπόσχεται να μεταφέρει τον θεατή του το Le cercle rouge, βυθίζοντας τις εικόνες του στον κώδικα τιμής των εγκληματιών του Παρισιού και παραδίδοντας ένα κυρίως οπτικό παρά ακουστικό έργο.
Με την κάμερα του Jean-Pierre Melville να κινηματογραφεί τα πάντα και να αντικαθιστά τις λέξεις, κάθε σεκάνς λειτουργεί υπαινικτικά, προσδίδοντας στο εγχείρημά του λιγότερη αμεσότητα και προφανή τρόπο έκφρασης.
Η εισαγωγή του έργου ξεκινά με το ρητό του Βούδα, που παραπέμπει και στον τίτλο του έργου, ο οποίος ζωγράφισε έναν κόκκινο κύκλο και είπε ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαιρέτως της πορείας της ζωής τους, θα ξανασμίξουν μέσα σε αυτό τον κύκλο.
Σε όλη την ταινία οι αναφορές στον κόκκινο κύκλο είναι αισθητές, τόσο υπό οπτική σκοπιά (οι μπάλες του μπιλιάρδο), όσο και υπό άμεση παραπομπή, όταν ο αρχηγός της αστυνομίας εκφέρει την άποψή του ότι «Όλοι οι άνθρωποι κρύβουν έναν κακό εαυτό. Όλοι»!
Φυσικά, εκτός από τις παραπάνω αναφορές, η ιστορία γενικότερα εξυπηρετεί τη δομή αυτού του κόκκινου κύκλου, καθώς όλος ο εγκληματικός κόσμος στον οποίο διεισδύει ο Jean-Pierre Melville, συνιστάται από κάθε λογής ανθρώπους (από μικροαπατεώνες μέχρι αστυνομικούς) οι οποίοι ενώνονται τελικά κάτω από τον ίδιο κύκλο ˙ αυτόν της ληστείας, αίματος, όπλων και δολοπλοκίας.
Οι χαρακτήρες του έργου, δεν επιβεβαιώνουν ούτε μια στιγμή έναν μονόπλευρο χαρακτηρισμό τύπου «ο καλός» και «ο κακός» της ιστορίας, αλλά εξυπηρετούν ένα πιο απόμακρο από τον θεατή μοτίβο, που του αφαιρεί την δυνατότητα να επιλέξει πλευρά.
Ενδεχομένως γιατί δεν υπάρχουν «πλευρές»…
Έτσι, σε πρώτο επίπεδο, οι ήρωες δείχνουν να περιορίζονται από τον κώδικα που τους δένει μεταξύ τους, γεγονός που γίνεται εμφανές στη σεκάνς διαφυγής του Vogel (Gian Maria Volonte) με τη βοήθεια του Corey (Alain Delon).
Γι’ ακόμη μια φορά ο διάλογος φθίνει, ακολουθώντας τη μορφή «υπαινικτικής ατάκας», ενώ η κάμερα κινηματογραφεί τα πάντα, οπτικοποιώντας τη μετάβαση από το συναίσθημα του φόβου για επιβίωση στο συναίσθημα της εμπιστοσύνης που καταλήγει σε συνεργασία.
Ο κώδικας αυτός, ναι μεν χτίζεται κατά τη διάρκεια όλου του έργου, όμως παραμένει αποστασιοποιημένος από τον θεατή, διαψεύδοντας τις προσδοκίες του για τις δράσεις των ηρώων.
Σε δεύτερο επίπεδο, ο σκηνοθέτης εισέρχεται σε πιο εσωτερικά μονοπάτια, κυρίως στους τρεις από τους τέσσερις βασικούς ήρωες, παρουσιάζοντας έτσι τα κίνητρα και τις βαθύτερες επιθυμίες που τους οδηγούν στις εκάστοτε πράξεις τους.
Μπορεί ο Corey, στις αρχικές σεκάνς, να έχει απορρίψει στο μυαλό του την πρώην κοπέλα του, η οποία μαθαίνουμε εκ των υστέρων ότι βρίσκεται με έναν από τους συνεργάτες του, αλλά η πράξη του να μην αποκαλύψει τίποτα εις βάρος του συνεργάτη του, ενώ γνωρίζει για τη σχέση τους, αποδεικνύει τόσο τη δύναμη του κώδικα για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, όσο και την συναισθηματική επιρροή των πράξεών του.
Ο μοναχικός επιθεωρητής Mattei (Bourvil), που η προσωπική του ζωή περιορίζεται στις τρεις γάτες που φροντίζει στο διαμέρισμά του, αναζητά ψυχική ολοκλήρωση στην καταδίωξη των κακοποιών, χωρίς να διστάζει να εκμεταλλευτεί άλλες ζωές για να φτάσει τον σκοπό του.
Και υπάρχει, απ’ την άλλη, και ο πρώην αστυφύλακας Jansen (Yves Montand), απόλυτα ακριβής και πειθαρχημένος που επαναστατεί έναντι του ίδιου του εαυτού, που τον θέλει βυθισμένο στην τρέλα του και τις παραισθήσεις του.
Ο Jean-Pierre Melville, αποφεύγει τον ρεαλισμό του υποκόσμου, δημιουργώντας έναν δικό του βρώμικο, αλλά χλιδάτο και «καθως-πρέπει» κόσμο, γεγονός που του δίνει την δυνατότητα να εισέλθει βαρύτερα στα σκοτεινά παιχνίδια του ανθρώπινου μυαλού.
Χειραγωγώντας τον θεατή σε 2 ώρες και 20 λεπτά ανθρωποκυνηγητού και άγραφων κανόνων, ο σκηνοθέτης κατασκευάζει ένα εξαιρετικά καλοδομημένο έργο, που κινείται στοχευμένα από την αρχή μέχρι το τέλος, γνωρίζοντας ακριβώς τις προσδοκίες του κοινού του αλλά και τα έξυπνα μέσα να τις διαχειριστεί.
Στους κινηματογράφους σε επανέκδοση από 13 Σεπτεμβρίου.
Νικόλ Φιλλιποπούλου.