To Mandy είναι η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους που υπογράφει ο –δικός μας- Panos Cosmatos.
Η πρώτη είναι το Beyond the Black Rainbow που προβλήθηκε το 2010 και που όσοι την έχουν δει λένε ότι διέπεται από μια παρόμοια αισθητική και θεματολογία.
Για το Mandy, δεν έχω ακούσει ουδέτερες κριτικές.
Είναι μια ταινία που κάποιοι την λατρεύουν και άλλοι τη σιχαίνονται.
Ωστόσο κατάφερε να αποσπάσει μέχρι σήμερα δύο βραβεία «καλύτερης ταινίας» σε φεστιβάλ.
Συγκεκριμένα στο Neuchatel International Fantastic Film Festival και στο Sitges της Καταλονίας.
Λογικό είναι να έχει κανείς μεγάλες προσδοκίες πριν την παρακολουθήσει.
Η υπόθεση δείχνει πολλά υποσχόμενη.
Μας μεταφέρει στην άγρια ύπαιθρο του 1983, όπου εξαρχής ενημερωνόμαστε μέσω μιας ραδιοφωνικής μετάδοσης πως ο λαός των ΗΠΑ έχει ασπαστεί σχεδόν το σύνολο των ηθικών αξιών.
Ο Red Miller (Nicolas Cage, Mom and Dad) έχει εγκατασταθεί στο εξοχικό του μαζί με τη σύζυγό του τη Mandy Bloom (Andrea Riseborough, The Battle of the Sexes) προκειμένου να μοιραστούν κάποιες ευχάριστες στιγμές.
Η Mandy όμως έχει μπει στο στόχαστρο μιας επικίνδυνης σέχτας την οποία ηγείται ο Jeremiah Sand (Linus Roache), ο οποίος τη θέλει για σύζυγό του.
Ο Jeremiah επικαλείται κάποιους δαίμονες από την κόλαση προκειμένου να απαγάγει το ζεύγος.
Λίγο αργότερα, η Mandy τον απορρίπτει, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα να βρει φριχτό θάνατο μπροστά στα μάτια του συζύγου της.
Από εκεί και πέρα, παρακολουθούμε τον Nicolas Cage να παίρνει μια βίαιη εκδίκηση, βάζοντάς τα με ανθρώπους και δαίμονες μαζί, σε έναν κόσμο που τα πυροβόλα όπλα σπανίζουν.
Υπάρχουν κυρίως τόξα, πολεμικά τσεκούρια και… αλυσοπρίονα, παρά το γεγονός ότι κάποια στιγμή κάνει την εμφάνισή του κι ένα πιστόλι.
Από κάποιο σημείο κι έπειτα, καθίσταται βέβαιο ότι το 1983 που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα βρίσκεται σε ένα παράλληλο σύμπαν με το δικό μας, όπου τα πάντα είναι πιο παραμυθένια και πιο σκοτεινά.
Ακούγονται πολλά υποσχόμενα όλα αυτά, σωστά;
Δυστυχώς βρήκα τη θέαση της ταινίας ιδιαίτερα δύσκολη.
Σχεδόν επώδυνη.
Ο λόγος είναι ο υπερβολικά αργός ρυθμός της.
Όταν λέω «αργός ρυθμός», οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι αγαπώ τον art-house τρόμο που έχει γίνει της μόδας τελευταία.
Τον αγαπώ και τον εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό.
Επομένως μπορεί να γίνει αντιληπτό το ΠΟΣΟ αποκρουστικά αργό είναι το Mandy, ώστε ακόμη κι εγώ, πέρασα δυσάρεστα βλέποντάς το.
Στο πρώτο μισό της ταινίας, καθίσταται εμφανές ότι ο σκηνοθέτης επιχειρεί να προσδώσει ένα ονειρικό και παραισθητικό κλίμα στην όλη εμπειρία.
Το πρόβλημα είναι ότι θεωρεί εσφαλμένα ότι ο πολύ αργός ρυθμός και οι ξέπνοοι διάλογοι προσδίδουν σε αυτό το κλίμα.
Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να το πετύχει αν τα η ταχύτητα που διέπει τα στοιχεία αυτά ήταν κάπως πιο ανεβασμένη.
Ευτυχώς στο δεύτερο μισό που παρακολουθούμε την εκδίκηση του συζύγου, η μονοτονία σπάει από κάποιες καλοδουλεμένες σκηνές μάχης και βίας.
Σε αυτές τις σκηνές, η ταινία μοιάζει να ανασαίνει πραγματικά και να ξυπνάει από τον λήθαργο στον οποίο έχει περιέλθει.
Υπάρχουν πολλές αναφορές στο grindhouse και σε σκηνές κλασικών ταινιών τρόμου, οι οποίες σίγουρα θα συγκινήσουν τους φαν που θα αντέξουν να φτάσουν μέχρι αυτές χωρίς να έχουν αποχωρήσει από την αίθουσα λόγω… βαρεμάρας.
Επιπλέον αν σκεφτεί κανείς το Mandy μετά την προβολή του, θα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται τελικά για ένα καλό έργο.
Είναι ο απελπιστικά αργός ρυθμός του που το καθιστά δύσκολο κατά τη διάρκειά της.
Για να το θέσω διαφορετικά, αν βρήκατε βαρετό το Hereditary, μείνετε μακριά από το Mandy.
To Mandy θα το βρείτε τρεις φορές πιο βαρετό, εκτός ίσως αν σας κερδίσουν οι σκηνές δράσης που σπάνε τη μονοτονία του.
Το Mandy θα μπορούσε να γίνει ένα υπέροχο κόμικ ή μια αριστουργηματική ταινία σε περίπτωση που η αφήγησή του είχε συμπτυχθεί σε διάρκεια 90 λεπτών.
Στην παρούσα μορφή του, διαρκεί δύο ώρες, εκ των οποίων η πρώτη είναι εξαιρετικά δύσκολη στην παρακολούθησή της.
Οφείλω ωστόσο σαν θεατής που έχει δει εκατοντάδες ταινίες τρόμου να αναγνωρίσω την φρεσκάδα και τις καινοτομίες που παρέχει στο είδος.
Η εκτίμησή μου προς το έργο του Κοσμάτου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν αναπολώ τα σουρεαλιστικά σκηνικά και τις ατμοσφαιρικές του λήψεις.
Ωστόσο δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι η θέασή του ήταν μια κουραστική και σχεδόν δυσάρεστη εμπειρία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Nicolas Cage ερμηνεύει αξιοπρεπώς τον ρόλο του.
Το αναφέρω γιατί γνωρίζω ότι κάποιοι θα θεωρήσουν τη συμμετοχή του ως ανασταλτικό παράγοντα για να δούνε το Mandy.
Πρόκειται για μια ερμηνεία που του πάει, σε αντίθεση με πολλές άλλες που έχουν αμαυρώσει τη φήμη του.
Τέλος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε περίπτωση που αφήσει κάποιος την ταινία να ωριμάσει μέσα του χωρίς να βιαστεί να βγάλει συμπέρασμα για την ποιότητά της, θα καταλήξει ότι είναι καλοδουλεμένη και ότι έχει πολλά πράγματα να προσφέρει στον τρόμο και στον κινηματογράφο γενικότερα.
Η μοναδική προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να αντέξει, να τη δει ως το τέλος χωρίς να διακόψει την προβολή της λόγω… βαρεμάρας.
Στους κινηματογράφους από 25 Οκτωβρίου.
Horrorant.