Μπορεί η (ακραία) βία να χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει ένα μήνυμα ενάντια στην βία;
Αν ο Shinya Tsukamoto ξεκίνησε να δίνει την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση με το «Fires on the Plain», αυτήν την φορά δίνει την απόλυτη, και με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Μετά από 250 χρόνια ειρήνης, οι άπραγοι σαμουράι ακούν για μία φορά ακόμα τις καμπάνες του πολέμου να ηχούν από το Έντο, στα μέσα του 19ου αιώνα, κατά την διάρκεια των «διαπραγματεύσεων» των ιαπωνικών Αρχών με τους Αμερικάνους.
Ο Mokunoshin Tsuzuki είναι ένας ακόμα σαμουράι χωρίς αφέντη (ronin), ο οποίος βγάζει τα προς το ζην δουλεύοντας στα χωράφια ρυζιού μια απομονωμένης φάρμας ενώ εξασκεί τις ικανότητές του στο σπαθί προπονούμενος με τον μικρό γιο της οικογενείας των αγροτών της περιοχής, Ichisuke, ο οποίος ονειρεύεται να γίνει σαμουράι, παρά το γεγονός πως έχει γεννηθεί αγρότης.
Παράλληλα, ένα «χαλαρό» ρομάντζο έχει αρχίσει να εκτυλίσσεται μεταξύ του Tsuzuki και της Yu, της κόρης της οικογενείας, παρά το γεγονός πως η κοπέλα διαφωνεί με την ενασχόληση του αδερφού της με τους τρόπους των σαμουράι.
Παρόλα αυτά, η ξαφνική εμφάνιση του Jirozaemon Sawamura, ενός βετεράνου σαμουράι που αναζητά ταλαντούχους μαχητές που θα πολεμήσουν στο πλευρό των shogun, και μιας ομάδας ρακένδυτων ronin, αλλάζει την ζωή όλων για πάντα, καθώς ανοίγει τον κύκλο της βίας.
Το «άνοιγμα» αυτό είναι το στοιχείο που περικλείει τα κύρια σχόλια του Tsukamoto: Όταν η βία ξεκινά, κανείς δεν μένει αλώβητος, ασχέτως με τον βαθμό που σχετίζεται με τα γεγονότα που την προκαλούν, και το κλείσιμο του κύκλου είναι τόσο δύσκολο όσο εύκολο είναι το άνοιγμά του.
Η προσέγγισή του στην παρουσίαση του συγκεκριμένου σχολίου αγγίζει, και ενίοτε ξεπερνά, τα όρια του ακραίου, καθώς δεν φείδεται της απεικόνισης της βίας στο ελάχιστο, με την τακτική αυτή να βρίσκει το απόγειό της στην σκηνή στην μικρή σπηλιά, σε μία σειρά γεγονότων που εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως σφαγή.
Η ποσότητα βίας όμως, δεν κρύβει σε κανέναν βαθμό τα μηνύματα του, καθώς το μίσος για τον πόλεμο και την βία γενικότερα εκτείνεται στην θεματική της εκδίκησης, στην ανθρώπινη φύση (όσον αφορά το πως οι άνθρωποι επικροτούν την βία όταν ωφελούνται από αυτήν) και στο γεγονός πως η τέχνη του σπαθιού των σαμουράι μπορεί να δείχνει εντυπωσιακή και «αριστοκρατική», αλλά στην πραγματικότητα, ο μόνος σκοπός της είναι ο θάνατος του αντιπάλου.
Μέσω αυτού του τελευταίου σχολίου, και κυρίως μέσω της συνεχής θέλησης του Sawamura να ακολουθήσει τους κανόνες του Bushido, ο Tsukamoto θέλει να καταδείξει την ματαιότητα του, σε ένα στυλ παρόμοιο με αυτό ταινιών όπως τα «Harakiri» και «Samurai Rebellion», όπου η ανωτερότητα του Bushido αποδομείται πλήρως.
Η ομορφιά του «δρόμου των σαμουράι» και κυρίως της χρήσης της katana αναδεικνύεται μέσω της φωτογραφίας των Tsukamoto και Satoshi Hayashi, με τον Tsuzuki να λειτουργεί ως το μέσο της τακτικής αυτής.
Η αίσθηση αυτή όμως διαρκεί προσωρινά, με την αλήθεια που πηγάζει από την βία να είναι αυτή που κυριαρχεί από ένα σημείο και μετά, πάλι αποδομώντας οτιδήποτε θα μπορούσε να περιγραφεί ως θετικό, έστω και φευγαλέα.
Ο Tsuzuki, μέσω της εξαιρετικής απόδοσης του Sosuke Ikematsu, επίσης τονίζει το γεγονός πως ακόμα και οι σαμουράι είναι «φυσιολογικοί» άνθρωποι, καθώς πράξεις του συχνά καθοδηγούνται από φόβο και μερικές φορές από πάθος, με τον Tsukamoto να περιλαμβάνει στην ταινία στοιχεία (διεστραμμένου) αισθησιασμού, μέσω του συγκεκριμένου στοιχείου.
Το φταίξιμο για τα βάσανα των ανθρώπων της περιόδου βαραίνει κυρίως την προηγούμενη γενιά σύμφωνα με την ταινία, με τον Tsukamoto ως Sawamura να αντικατοπτρίζει το γεγονός πως η γενιά του παρέσυρε την νέα σε μία κατεύθυνση που τα μέλη της δεν ήθελαν να ακολουθήσουν (όπως παρουσιάζεται μέσω του Tsuzuki).
Παράλληλα, η ιστορία δικαιολογεί αυτήν την συμπεριφορά, σε έναν βαθμό, ως μία αναγκαιότητα των καιρών, όπως παρουσιάζεται μέσω της εμφάνισης των ronin στην περιοχή.
Ο ρόλος που παίζουν οι χωρικοί σε αυτήν την ιδέα αποτυπώνεται εξαιρετικά από την Yu Aoi ως Yu και τον Ryusei Maeda ως Ichisuke, των οποίων ο μοναδικός ρόλος είναι αυτός του θύματος, με την απόδοση της πρώτης να δίνει έναν τραγικό τόνο, καθώς καταδεικνύει το γεγονός πως ο έρωτας σε καιρούς όπως αυτούς της ιστορίας, μπορεί να είναι απλά ένα βάρος, ακόμα ένα συναίσθημα που οδηγεί στην απελπισία.
Το μοντάζ του Tsukamoto δίνει έναν σχετικά γρήγορο ρυθμό στην ταινία, διατηρώντας, παράλληλα, σε στιγμές, μία εφιαλτική ατμόσφαιρα, μία αίσθηση που εντείνεται από την ασταθή χρήση χειροκίνητης κάμερα.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο ζημιώνει, σε κάποιο βαθμό, της διάφορες σκηνές δράσης, αλλά ακόμα κι αυτό το «λάθος» υπάγεται στο γενικότερο στυλ της ταινίας, που παρουσιάζει τους σαμουράι απογυμνωμένους από κάθε μορφής ανωτερότητα.
Το στοιχείο, όμως, που ανεβάζει το φιλμ στο ψηλότερο επίπεδο είναι η μουσική του, εκλιπών πλέον, Chu Ichikawa, του οποίου οι ηλεκτρονικοί ήχοι συνοδεύουν και ενίοτε υπαγορεύουν την ατμόσφαιρα, με τους τίτλους τέλους να αναδεικνύουν το γεγονός με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Το «Killing» παρουσιάζει έναν εντυπωσιακό συνδυασμό σημασίας και αισθητικής που έχει ως αποτέλεσμα ένα από τα καλύτερα φιλμ της χρονιάς, και μία άξια προσθήκη στην κατηγορία των ταινιών με σαμουράι, μέσω της ακραίας, αλλά άκρως ρεαλιστικής προσέγγισης της γενικότερης θεματικής.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.