Με τέσσερα βραβεία στις Κάννες και πολλαπλάσια ακόμη σε φεστιβάλ σε όλο το κόσμο, το πολυσυζητημένο Girl του Lukas Dhont, λίγο μετά την πανελλήνια πρεμιέρα του ως ταινία λήξης του 59ου ΦΚΘ, έφτασε με κανονική διανομή στις αίθουσες από την Seven και ήρθε η ώρα να δούμε τι το ξεχωριστό έχει πια αυτό το κορίτσι.
Η Lara είναι μια 15χρονη κοπέλα που ζει ήρεμα με τον πατέρα της και τον μικρό της αδερφό κάπου στο Βέλγιο.
Πρόσφατα μετακόμισαν σε νέα πόλη για να μπορέσει να γραφτεί σε μια μεγάλη σχολή μπαλέτου και να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.
Η Lara όμως έχει μια ιδιαιτερότητα… είναι αγόρι!
Γεννημένη ως Victor, είναι ξεκάθαρα ένα κορίτσι που ζει στο σώμα ενός αγοριού.
Η διαδικασία αλλαγής φύλου έχει ήδη ξεκινήσει με την οικογένειά της να τη στηρίζει, όμως αυτή διαρκεί πολύ καιρό και μέρα με τη μέρα, η Lara νοιώθει όλο και πιο παγιδευμένη…
Χωρίς ίχνος υπερβολής, το 50% της επιτυχίας της ταινίας οφείλεται στην επιλογή του μόλις 14χρονου τότε Victor Polster στο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο νεαρός Victor ήταν απλά ένας χορευτής που πέρασε τυχαία από οντισιόν όταν η σχολή του δέχτηκε πρόσκληση από τους παραγωγούς, ψάχνοντας για extras.
Χωρίς να έχει καμία εμπειρία ως ηθοποιός, αφού μέχρι τότε δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό, ο σκηνοθέτης που μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να βρει το πρωταγωνιστή του, παρά τους εκατοντάδες υποψηφίους που είδε, του πρότεινε έναν “μεγαλύτερο” ρόλο και μετά από κάποια δοκιμαστικά, ήταν ξεκάθαρο ότι ο Victor ήταν η Lara.
Η ανδρόγυνη φιγούρα του και γεμάτη πλαστικότητα φυσιογνωμία του ήταν ότι έπρεπε για το ρόλο και ο πιτσιρικάς τα πήγε εξαιρετικά.
Ο Victor αποδείχτηκε ατρόμητος, και παρότι όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, δεν είχε ποτέ αντίστοιχες ανησυχίες με το χαρακτήρα, έδωσε στο ρόλο ότι είχε και δεν είχε, ψυχικά και σωματικά.
Ο Dhont βέβαια φρόντισε να τον προστατεύσει δίνοντάς του σχετικά λίγες γραμμές διαλόγου ώστε να μη φανεί η απειρία του αλλά και η φωνή του που λόγω ηλικίας άρχιζε να βαραίνει.
Για να δούμε όμως τι γίνεται και με το υπόλοιπο 50%.
Εδώ έχουμε μια ταινία πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού, με ότι θετικά ή αρνητικά συνεπάγεται συνήθως αυτό.
Το σενάριο καταπιάνεται με μια απόλυτα ρεαλιστική κατάσταση, παίρνοντας το ρίσκο να μη βάλει σε αυτή κανένα συστατικό που μπορούσε να της προσδώσει κινηματογραφική συναισθηματικότητα.
Η Lara δεν είναι ένα κατατρεγμένο κορίτσι που κρύβεται, που την έχουν απαρνηθεί οικογένεια και κοινωνία.
Το ακριβώς αντίθετο, ο Dhont παρουσιάζει μια ιδιαίτερα αισιόδοξη εκδοχή με το κορίτσι να μην έχει ουσιαστικά καμία έξωθεν πίεση, μόνο στήριξη.
Έτσι το βάρος πέφτει αποκλειστικά στην ίδια τη ψυχολογία του χαρακτήρα, που είναι στη καρδιά της εφηβείας, που βρίσκεται σε συνεχή φαρμακευτική αγωγή για να ρυθμίσει τις ορμόνες της, όμως η ώρα του χειρουργείου μοιάζει τόσο μακρινή και αυτό το σώμα μέσα στο οποίο ζει μοιάζει όλο και πιο ξένο, αυτό το όργανο που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια της όλο και πιο ενοχλητικό.
Σα να μην έφτανε αυτό, οι προπονήσεις στη σχολή χορού είναι εξουθενωτικές και απαιτούν στερήσεις και πειθαρχεία που αντικρούονται με τις οδηγίες των γιατρών, αναγκάζοντάς την να πρέπει να διαλέξει.
Οι παραπάνω επιλογές έχουν ως αποτέλεσμα μια ταινία ιδιαίτερα εσωτερική, που δυσκολεύει να θεατή να βουτήξει μέσα της, ειδικά αν δεν ανήκει στο κοινό που έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο.
Κατ’ επέκταση, μέχρι ενός αρκετά προχωρημένου χρονικού σημείου, απουσιάζει και το συναισθηματικό δέσιμο του (μέσου) θεατή με την Lara, κάνοντας το φιλμ οριακά αδιάφορο.
Επιπλέον, ο Dhont ως σκηνοθέτης είναι σίγουρα ταλαντούχος και οπτικοποιεί την ιστορία του ιδιαίτερα στρωτά αλλά λείπει το κάτι παραπάνω.
Σαν… χαλασμένο κερασάκι στη τούρτα, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στις υπερβολικές και σε αριθμό και σε χρονική διάρκεια σκηνές χορού και προπόνησης στο μπαλέτο.
Κάθε που η κάμερα έδειχνε τη Lara με το κορμάκι του μπαλέτου, ήξερες ότι για τα επόμενα τρία λεπτά θα την (ξανα)δεις να κάνει σβούρες.
Η ανακάλυψη του Victor Polster και η τοποθέτησή του σε έναν ρόλο που μοιάζει γραμμένος για εκείνος είναι σίγουρα εντυπωσιακή όμως δεν αρκεί για να εντυπωσιάσει και το Girl στο σύνολό του.
Σεναριακά ρίσκα χωρίς αντίκρισμα και σκηνοθετικές αμφιλεγόμενες επιλογές μας δίνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, αλλά μέχρι εκεί.
Στους κινηματογράφους από 15 Νοεμβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής