Ο σεναριογράφος του Στρατιώτη Ράιαν και ο σκηνοθέτης του Κυνηγιού, με τον Luc Besson στη παραγωγή, αναλαμβάνουν να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη μία σύγχρονη στρατιωτική ναυτική τραγωδία, με ένα εκλεκτό διεθνές cast.
Τι μπορεί να πάει στραβά;
Για να θυμηθούμε το στόρι, στις 12 Αυγούστου του 2000, στα ανοιχτά της θάλασσας του Μπάρεντς κατά την διάρκεια στρατιωτικής άσκησης του Ρωσικού Ναυτικού, οι σεισμογράφοι καταγράφουν δύο υποβρύχιες εκρήξεις.
Παρότι οι πρώτες επίσημες δηλώσεις μιλούν σύγκρουση υποβρυχίων, γρήγορα η αλήθεια γίνεται γνωστή.
Οι εκρήξεις προήλθαν από εκρήξεις λόγω διαρροής καυσίμων υπεροξειδίου του υδρογόνου σε μια ελαττωματική τορπίλη στο πυρηνοκίνητο υποβρύχιο Κουρσκ.
Εξαιτίας αυτών, τα δύο μπροστινά τμήματά του πλημμύρισαν, με αποτέλεσμα να πνιγούν όσοι βρισκόταν εκεί.
Οι πρώτες έρευνες αποκαλύπτουν ότι υπάρχουν ακόμα ζωντανοί στο οπίσθιο τμήμα του, με τις πρώτες απόπειρες διάσωσης από τα απαρχαιωμένα Ρωσικά μέσα να είναι αποτυχημένες.
Νορβηγία και Μεγάλη Βρετανία δηλώνουν έτοιμες να βοηθήσουν όμως η Ρωσία αρνείται.
Πέρασαν οκτώ ημέρες αποτυχημένων προσπαθειών μέχρι αυτή να γίνει δεκτή, όμως ήταν ήδη αργά.
Η ταινία παρουσιάζει τα γεγονότα βάζοντας στο επίκεντρο της πλοκής τον Mikhail Averin (Matthias Schoenaerts, Αδερφικοί Εχθροί), έναν αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού που υπηρετεί στο Κουρσκ.
Η ταινία αρχίζει γνωρίζοντάς μας την οικογενειακή και πολιτική ζωή του Mikhail και των συντρόφων του, που ζουν μέσα στη φτώχεια αλλά αγαπημένοι με τις οικογένειές τους.
Η άσκηση ξεκινάει και ο ρους των γεγονότων δεν έχει γυρισμό.
Η παραγωγή είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να γίνει μια πραγματικά μεγάλη ταινία, όμως από το trailer ακόμη κάτι έμοιαζε να μην έχει πάει καλά.
Και πρώτ’ απ’ όλα η γλώσσα.
Έχουμε να κάνουμε με μια ευρωπαϊκή παραγωγή με ηθοποιούς από μια ντουζίνα (μη-αγγλόφωνες κυρίως) χώρες, οι οποίοι υποδύονται τους Ρώσους και για κάποιο λόγο η ταινία είναι αγγλόφωνη και όλοι τους μιλούν σπαστά αγγλικά ο καθένας με τη προφορά της χώρας του!
Το θέαμα ακροβατεί μεταξύ απαράδεκτου και γελοίου, από τη μία ο καθένας να έχει τη δική του “ρωσική” προφορά και από την άλλη, ανάμεσά τους να βρίσκεις και native αγγλόφωνους, οι οποίοι δε μπαίνουν καν στο κόπο να σπάσουν τη προφορά τους…και προφανώς δε φταίνε οι ίδιοι.
Ο Thomas Vinterberg σίγουρα μας έχει δώσει εξαιρετικές ταινίες αλλά δεν είναι και ο πιο σταθερός σκηνοθέτης στις επιδόσεις του και επιπλέον, αυτή είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με μια ταινία που γέρνει προς το mainstream.
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι έκδηλα και στο Kursk με το πρώτο μισό του φιλμ που έχει τις σκηνές καταστροφής, δράσης και έντασης να μοιάζει τόσο… άχαρο.
Κακό μοντάζ, κακή φωτογραφία σε σημείο να σου φαίνεται ότι πραγματικά δε ξέρει που να βάλει τη κάμερα μέσα στους στενούς διαδρόμους του υποβρυχίου, και άνευρες σκηνές δράσης που αποτυγχάνουν πλήρως να παρουσιάσουν όχι εντυπωσιακά, ούτε καν ικανοποιητικά τις κρίσιμες πρώτες στιγμές του ατυχήματος.
Κάπου εκεί όμως, ο Δανός σκηνοθέτης μπαίνει επιτέλους σε γνώριμα νερά, και αρχίζει να δείχνει τα δόντια του.
Το υποβρύχιο είναι βυθισμένο στο πάτο του Αρκτικού Ωκεανού, το πλήρωμα δε μπορεί να κάνει πολλά πέραν από το να εξασφαλίσει εαυτούς λίγο περισσότερο οξυγόνο και να κάνει υπομονή μέχρι κάποιος να τους σώσει.
Παράλληλα, η πλοκή επιστρέφει και πίσω στη στεριά, με τις οικογένειες των αγνοουμένων να μη μπορούν να πάρουν καμία πληροφορία, να αγωνιούν και οργίζονται με τις αρχές.
Σε αυτό το μέρος, έχουμε την είσοδο και του πολιτικού στοιχείου, πολύ σημαντικό για το τι πραγματικά συνέβη και γιατί αυτοί οι ναύτες αφέθηκαν στο έλεος, το οποίο ωστόσο απασχολεί μόνο επιδερμικά, χωρίς το σενάριο να τολμάει να εμβαθύνει, ίσως και για καλό.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος της, η ταινία απογειώνεται και παρότι δεν έχουμε εκρήξεις και μονάχα μία σκηνή που μπορεί να χαρακτηριστεί ως δράσης, η ένταση και η αγωνία μέσα στο σκάφος έχουν μπει στο σωστό δρόμο και αργά αλλά σταθερά απογειώνονται με το θεατή επιτέλους να αρχίζει να νοιάζεται για τις τύχες των ανδρών, ενώ παράλληλα ανεβαίνει και η συναισθηματική αγωνία με τη Léa Seydoux (Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου) που μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε διακοσμητική να παίρνει τη σκυτάλη και να δίνει μια πολύ δυνατή ερμηνεία ως αγωνιούσα σύζυγος και μάνα.
Παρότι διπρόσωπο, το Kursk έχει τη τύχη το καλό του κομμάτι να είναι το δεύτερο, έτσι ώστε να σε αφήνει με μια πραγματικά καλή γεύση, χωρίς φυσικά να μπορείς να αγνοήσεις το τι προηγήθηκε.
Εν τέλει, μια ταινία που περνάει τη μετριότητα αλλά λόγω των κακών επιλογών, αδυνατεί να πάει βήμα πιο πάνω.
Στους κινηματογράφους από 6 Δεκεμβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.