Η κλασική ιστορία ενός country American lifestyle, κάνει γι’ ακόμη μια φορά την εμφάνισή της στο μεγάλο πανί, στην προκειμένη περίπτωση βυθισμένη στις βρώμικες, φτωχικές συνοικίες της αμερικανικής εξοχής και υπό το πρίσμα μιας δεκαεπτάχρονης ηρωίδας που αναλαμβάνει από πολύ νωρίς τα βάσανα της οικογένειάς της.
O πρωταγωνιστικός ρόλος της Ree αναδεικνύεται άψογα από την Jennifer Lawrence, αποτελώντας το επίσημο ντεμπούτο της τόσο για το κινηματογραφικό κοινό, όσο και για τον κόσμο της Ακαδημίας, λαμβάνοντας την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, στο πλευρό της Debra Granik (σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας).
Με την κάμερα να στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στο πρόσωπό της Ree, η ταινία ακολουθεί την κλασική δομή μιας character movie, χτίζοντας την πορεία της γύρω από την πρωταγωνίστριά της και χρησιμοποιώντας περιορισμένο αριθμό πλάνων πέρα από αυτή.
Η εξέλιξη κινείται σε ένα πλήρως αφηγηματικό επίπεδο, αξιοποιώντας γεγονότα όχι ιδιαίτερης περιπλοκότητας προκειμένου να αναδειχθεί μέσα από αυτά η βιοπάλη και το επαναστατικό πνεύμα της ηρωίδας, παρά τις συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει.
Σε πρώτο επίπεδο, η Debra Granik κατασκευάζει ένα υπό κάθε οπτική φεμινιστικό έργο, διατηρώντας επίτηδες όλους τους χαρακτήρες ανολοκλήρωτους, πέραν της Ree, η οποία υπερπροωθείται και ηρωοποιείται.
Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, η κατάληξη της ιστορίας αποδεικνύει ότι το νόημα αυτής της «γυναικείας δικτατορίας» δεν επέρχεται ως προϊόν ανάδειξης των δυνατοτήτων της, όσο ως μέσο προβολής μιας επανάστασης.
Το δράμα κορυφώνεται και η λήξη του έργου σηματοδοτεί μια λύτρωση, η οποία εσφαλμένα θεωρείται από το κοινό ότι θα επέλθει μέσα από τα κατορθώματα της ηρωίδας του.
Η Ree δεν είναι εκείνη που θα επιφέρει το τέλος, καθώς το τελευταίο καταφθάνει με πιο μοιραίο και μη αναμενόμενο τρόπο.
Συνεπώς, η λύτρωση, που καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ βασάνιζε τον θεατή, δεν εγκαθιδρύεται με το τέλος της ιστορίας αλλά με την πορεία της ηρωίδας του.
Δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι και στην συγκεκριμένη περίπτωση ταιριάζει απόλυτα, μιας και τα μονοπάτια στα οποία περιπλανάται η ταινία είναι ένα ταξίδι αναζήτησης της εσωτερικής επανάστασης μιας κοπέλας, στην πορεία της προς την ενηλικίωση.
Παρότι τα κίνητρα, οι συμπεριφορές και οι ψυχολογικές προεκτάσεις του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας δεν δικαιολογούνται απόλυτα ή ακόμα κι ενθαρρύνονται από σεναριακές ευκολίες, το αποτέλεσμα στοχεύει να πλησιάσει τον θεατή με μεγάλη οικειότητα, εισάγοντάς τον βαθύτατα σε μια εφιαλτική κι αποπνικτική ατμόσφαιρα αγωνίας συνδυασμένη με ένα απλοϊκό, αλλά όμορφο στόρυ ενηλικίωσης.
Η σκηνοθεσία, ακολουθεί μια διπολική ροή καθώς εναρμονίζει τις κλισέ εκβάσεις με όμορφες εικόνες και λεπτομερή ατμόσφαιρα, καταφέρνοντας να παρασύρει το άμαθο κοινό, αλλά να μην συναρπάσει ή εντυπωσιάσει κάποιο πιο έμπειρο μάτι.
Νικόλ Φιλιπποπούλου.