Παρότι η Γαλλία δεν έχει τη τεράστια βιομηχανία παραγωγής ταινιών τρόμου, όπως για παράδειγμα η Ισπανία, είναι εκείνη που συχνά-πυκνά δείχνει το δρόμο, με τις πρωτοπόρες παραγωγές της να μη φοβούνται να προκαλέσουν και να σπάσουν τα στεγανά του είδους.
Στο The Night Eats the World, βασικός ήρωας είναι ο Sam (Anders Danielsen Lie, Personal Shopper), ένας νεαρός άνδρας με εμφανή αντικοινωνικότητα που μας συστήνεται ως πρώην μιας κοπέλας, στο σπίτι της οποίας πάει για να πάρει κάποιες παλιές κασέτες του που είχε ξεχάσει.
Εκεί για κακή του τύχη, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πάρτι, και την πρώην κοπέλα του να τον αγνοεί, βάζοντάς τον να περιμένει σε ένα ήσυχο δωμάτιο.
Λίγο τα ποτά που πίνει ενόσω περιμένει, λίγο η καθυστέρηση της κοπέλας, ο Sam αποκοιμιέται στο καναπέ, και όταν ξυπνάει τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Όλοι είναι εξαφανισμένοι και το σπίτι είναι πνιγμένο στο αίμα.
Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι όλοι έχουν γίνει σαρκοφάγα ζόμπι.
Κλειδαμπαρώνεται στο διαμέρισμα και προσπαθεί να οργανώσει την επιβίωσή του.
Οι μέρες γίνονται μήνες, και ο Sam πιστεύει πως είναι ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη, όμως ίσως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Pit Agarmen, με τον πρωτοεμφανιζόμενο Dominique Rocher να κάνει το ντεμπούτο του πίσω από τη κάμερα.
Κατ’ αρχάς, το The Night Eats the World δεν είναι ταινία τρόμου.
Αν πάτε να δείτε ένα zombie horror, θα απογοητευτείτε οικτρά.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια άκρως αλληγορική ταινία γύρω από τη μοναχικότητα.
Χωρίς να μπαίνει σε πολλές λεπτομέρειες, ο Sam είναι ξεκάθαρα ένας αντικοινωνικός άνδρας που αγαπάει τη μοναξιά του και έχει μάθει να ζει με αυτή.
Αυτή ακριβώς είναι που τον βοηθάει να επιβιώσει σε αυτή τη δύσκολη στιγμή.
Δεν έχει να τρέξει να βοηθήσει ή να ζητήσει βοήθεια από κανέναν.
Δε χρειάζεται να κινδυνέψει για κανέναν.
Η απομόνωση στο διαμέρισμα με τα ζόμπι να καραδοκούν έξω από τη πόρτα, δεν έχει μεγάλη διαφορά από τη φυσιολογική του ζωή.
Ο Sam εξερευνά το κτήριο για να βρει εφόδια.
Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πολυμήχανο Οδυσσέα, αλλά με έναν φυσιολογικό άνθρωπο που εν μέσω των προσπαθειών του επιβίωσης, κάνει και πολλά λάθη, κάτι που προσθέτει πόντους στο ρεαλισμό, πόντοι οι οποίοι δυστυχώς χάνονται εις διπλούν λόγω των πολλών plot holes και σκηνοθετικών ευκολιών.
Η μοναξιά του είναι η δύναμή του, η ελευθερία του.
Όμως όσο περνάει ο χρόνος, αυτή δε φτάνει, κάνοντάς τον να αναζητά μια ανθρώπινη φωνή στις παλιές ηχογραφημένες κασέτες, ακόμα και σε ένα ζόμπι που έχει παγιδέψει στο ασανσέρ του κτηρίου.
Περνάει την ώρα του παίζοντας μουσική με μπουκάλια και κανάτες, μέχρι που έρχεται η ώρα που ακούει βήματα έξω από τη πόρτα.
Παρά τη πολύ ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα, η εκτέλεση έχει πολλά προβλήματα.
Πέραν των προαναφερόμενων plot holes, η ανάπτυξη της ιστορίας δεν έχει καθόλου στρωτή ροή, με άλλες στιγμές να μοιάζει αφόρητα στάσιμη και άλλες να πηδάει σημαντικές ψυχολογικές στιγμές του ήρωα.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο πρόβλημα είναι η πλήρης αδιαφορία για το τομέα του τρόμου.
Ναι, η ταινία δεν είναι horror, αλλά από τη στιγμή που έχεις βάλει ζόμπι, έστω κι αν αυτά συμβολίζουν κάτι άλλο, τουλάχιστον φρόντισε να προκαλούν έστω λίγο, αν όχι φόβο, τουλάχιστον ένταση, και να μην φέρνουν μειδίαμα στα χείλη των θεατών.
Το The Night Eats the World χτύπησε ευαίσθητη χορδή μιας και ο αντικοινωνικός Sam είμαι εγώ (με περισσότερους κοιλιακούς!) και η ιδέα της αναπαράστασης των συναισθημάτων ενός τέτοιου ανθρώπου σε μια τέτοια κατάσταση, μου ήταν όχι μόνο ενδιαφέρουσα αλλά και πειστική.
Αν η εκτέλεσή της ήταν πιο προσεγμένη, θα είχαμε στα χέρια μας ένα διαμαντάκι, τώρα δυστυχώς έχουμε μια χαμένη ευκαιρία.
Στους κινηματογράφους από 10 Ιανουαρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής