Δε ξέρω αν αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης προτάσεων ή από προσωπική της επιλογή, ελπίζω το δεύτερο, όμως εδώ και αρκετά χρόνια, μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της γενιάς της, η Glenn Close κάνει όχι σπάνιες αλλά σίγουρα αραιές κινηματογραφικές εμφανίσεις και δυστυχώς τις περισσότερες φορές σε ταινίες που δεν τους αξίζει.
Ο τελευταίος της μεγάλος ρόλος ήταν στο Albert Nobbs το 2011 που της χάρισε και την 6η της υποψηφιότητα για Όσκαρ και επτά χρόνια αργότερα, το The Wife της έδωσε την ευκαιρία να πάρει και την 7η.
Θα είναι και η τυχερή;
Η ιστορία ξεκινάει στη κρεβατοκάμαρα των Joe και Joan Castleman, ενός ηλικιωμένου ζευγαριού.
Ένα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα τους ανακοινώνει πως ο Joe επιλέχτηκε για να λάβει το Νόμπελ λογοτεχνίας.
Το ευτυχισμένο ζευγάρι ταξιδεύει μέχρι τη Σουηδία για τη τελετή απονομής.
Η Joan βρίσκεται πάντα στο πλάι του.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν πριν 30 χρόνια όταν εκείνη ήταν φοιτήτρια και εκείνος (παντρεμένος) καθηγητής λογοτεχνίας της, με τους δύο να καταλήγουν μαζί.
Όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε δίπλα του στωικά, τον αγάπησε όσο τίποτα, του συγχώρεσε τις απιστίες και τον περιποιείται σε ότι κι αν χρειαστεί.
Ένα ανείπωτο μυστικό όμως κρύβεται στη σχέση τους και ήρθε η ώρα να βγει στη φόρα.
Το The Wife δε ξεκινάει με το καλύτερο τρόπο.
Τα πρώτα περίπου πενήντα λεπτά του μπορούν να χαρακτηριστούν ως εισαγωγικά, πολύ μεγάλος χρόνος αναμφισβήτητα, με τη ταινία να μας παρουσιάζει τη σχέση του ζευγαριού μέσα και έξω από τις κλειστές πόρτες, τη σχέση με τα παιδιά τους και ιδιαίτερα τον γιο που προσπαθεί να ακολουθήσει τα βαριά βήματα του πατέρα, καθώς παράλληλα παρακολουθούμε, ευτυχώς ιδιαίτερα συντετμημένα και την ιστορία της γνωριμίας τους.
Μέχρι εκείνο το σημείο, πραγματικά αναρωτιέσαι τι βλέπεις, μιας και παρότι καλογυρισμένη, η ταινία μοιάζει να μην έχει στόχο.
Παρότι δεν γίνεται πραγματικά βαρετή, η (εικονική) ανουσιότητά της σίγουρα ενοχλεί και κάνει το θεατή να χάσει το ενδιαφέρον του.
Ευτυχώς στη συνέχεια, το σενάριο επιτέλους αποφασίζει να μας μισανοίξει το κουτί της Πανδώρα, ίσα για να μας βάλει ψύλλους στ’ αυτιά για το τι πραγματικά συμβαίνει.
Έστω και με καθυστέρηση, το The Wife δείχνει τα δόντια του, η τεράστια εισαγωγή, αν και δεν συγχωρείται, αποκτά νόημα, όπως και η μυστηριώδης στάση της Joan, με τη συγκλονιστική, physical και όχι μόνο ερμηνεία της Glenn Close (What Happened to Monday)να παίρνει τη πλοκή από το χέρι και βήμα-βήμα να την οδηγεί στο δυνατό φινάλε.
Ο τρόπος που το -βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της Meg Wolitzer- σενάριο της Jane Anderson (Olive Kitteridge) ξεδιπλώνει την πικρή αλήθεια που κουβαλάει μία ολόκληρη ζωή η Joan είναι εξαιρετικός.
Η παρουσίαση του υπερπολύπλοκου γυναικείου ψυχισμού και της εσωτερικής σύγκρουσης δύο καταστάσεων, μιας ερωτευμένης γυναίκας που υπερασπίζεται τον άνδρα της μέχρι τελευταίας ρανίδας αλλά ταυτόχρονα και μιας αδικημένης γυναίκας που βρίσκεται συνεχώς στο παρασκήνιο, είναι απλά…νομπελική.
Με εξαίρεση τη προαναφερόμενη ασυγχώρητα μεγάλη “εισαγωγή”, το άλλο μεγάλο ελάττωμα είναι η επιλογή του 30άρη+ Max Irons (Crooked House), που δεν είναι και ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός του πλανήτη, στο ρόλο του πολύ νεαρού και επαναστατημένου γιου, κάθε εμφάνιση του οποίου στο πανί είναι οριακά cringeworthy, ειδικά δίπλα στα τέρατα που υποδύονται τους γονείς του.
Η ταινία του ξεχασμένου Σουηδού Björn Runge (Daybreak) παρότι “μπαίνει” πολύ νωχελικά και αργεί πολύ…ΠΟΛΥ να δείξει τα μυστικά της, η δυνατή ιστορία και οι εξαιρετικές ερμηνείες, όχι μόνο της Close αλλά και του αδικημένου Jonathan Pryce (The Man Who Killed Don Quixote), την απογειώνουν, και μπορεί να μη καταφέρνουν να τη φτάσουν πάνω από τα κινηματογραφικά σύννεφα, όμως σίγουρα της προσφέρουν τη σφραγίδα μιας ιδιαίτερα αξιόλογης ταινίας.
Στους κινηματογράφους από 21 Φεβρουαρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.