Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν αναφέρεσαι στο ισπανικό σινεμά, ειδικά τη τελευταία δεκαετία, είναι ταινίες θρίλερ, τρόμου και ίσως και κάποιες κωμωδίες.
Με τη “πτώση” ονομάτων όπως ο Almodóvar και ο Medem, το είδος του αισθηματικού δράματος έχει γνωρίσει μια μικρή καθίζηση, τουλάχιστον σε τίτλους που καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα της χώρας, και το Sin Fin ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.
Η ταινία ξεκινάει σχεδόν Lynch-ικά, με μια περίεργη συσκευή σε ένα σκοτεινό δωμάτιο να μπαίνει σε λειτουργία, φώτα να αναβοσβήνουν όλο και πιο γοργά και μετά από λίγο, έναν άνδρα να εμφανίζεται από του πουθενά.
Αυτός ο άνδρας έρχεται από το μέλλον, από το πολύ κοντινό μέλλον, το όνομά του είναι Javier, και η πρώτη του στάση είναι το σπίτι του, όπου βλέπει τον τωρινό εαυτό του, να ξυπνάει και βουτηγμένος στις σημειώσεις και τη δουλειά του, να φεύγει για ακόμα μία ημέρα στο εργαστήριο, αφήνοντας πίσω τη θλιμμένη γυναίκα του María.
Μόλις εκείνος φεύγει, ο (μελλοντικός) Javier κάνει την εμφάνισή του και πείθει τη Maria να πάνε ένα μικρό ταξίδι, να ξαναζήσουν τη περιπέτεια της ημέρας που γνωρίστηκαν, να ξαναγαπηθούν.
Η αιτία και απώτερος σκοπός όλου αυτού αποκαλύπτεται στη πορεία…
Οι πρωτοεμφανιζόμενοι αδερφοί César και José Esteban Alenda χωρίς να προκαλούν επανάσταση, εμπνέονται από κλασσικές ταινίες και χρησιμοποιούν ως όχημα μυθοπλασίας ένα εκ πρώτης όψεως τελείως αταίριαστο στοιχείο όπως αυτό της επιστημονικής φαντασίας, παρουσιάζοντας ένα πρωτότυπο αισθηματικό δράμα που συνεπαίρνει.
Το sci-fi σκέλος δεν έχει σκοπό να εντυπωσιάσει αλλά να γίνει ο καταλύτης μιας ιστορίας αγάπης που ξεκίνησε τελείως αναπάντεχα, όταν ο νεαρός, συνεσταλμένος και μοναχικός Javier συνάντησε σε ένα λεωφορείο την όμορφη και “ζωηρή” Maria και ένας αρουραίος έγινε η αιτία να μιλήσουν και παρά τους τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες τους, να αλληλοσυμπληρωθούν και να πάρουν το πρώτο πούλμαν για τον ωκεανό.
Η “ασυμβατότητα” των δύο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, και αυτή ακριβώς είναι και η μεγάλη επιτυχία της ταινίας, ο τρόπος που κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτή η γνωριμία γίνεται έρωτας ενώ ταυτόχρονα οι δύο τους, σχεδόν εξωπραγματικά, ταιριάζουν και βρίσκουν τη χημεία τους.
Αντίθετα δυστυχώς, η παράλληλη αφήγηση του ίδιου ταξιδιού του σημερινού ζευγαριού, δεν έχει αναπτυχθεί το ίδιο καλά, και ο τρόπος που ο Javier, αντιστρέφει τους ρόλους, βγάζοντας από το καβούκι της την σχεδόν κατατονική με αυτοκτονικές τάσεις Maria, δεν είναι εξίσου πειστική, παρά το φινάλε που δίνει μια δικαιολογία γι’ αυτό.
Με αυτή την εξαίρεση, το σενάριο είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένο, ελέγχοντας όσο γίνεται τουλάχιστον, ακόμα και τις αναμενόμενες παραδοξότητες των χρονοταξιδιών, με το θεατή να απολαμβάνει έναν κύκλο μιας σχέσης που χρειάστηκε ένα σκούντημα από το μέλλον για να βρει το δρόμο της.
Οι πρωταγωνιστές Javier Rey και María León δίνουν πάρα πολύ καλές ερμηνείες, όμως δε μπορώ να μην αναφέρω το γεγονός ότι οι δυο τους είναι στα 30+ και υποδύονται τους ήρωες περίπου στα 20 και στα 40 τους, και ειδικά στη νεανική εκδοχή τους, με τις μαλλούρες να προσπαθούν να κρύψουν τα χρόνια, το αποτέλεσμα, οπτικά και μόνο, είναι λίγο άχαρο.
Κάτι μεταξύ Eternal Sunshine of a Spotless Mind και Before Sunrise, το Sin Fin είναι ένα υπέροχο αισθηματικό δράμα, που αν είχε προσέξει περισσότερο το κομμάτι του παροντικού road trip ώστε να εξελίσσεται τόσο ομαλά όσο του αντίστοιχου παρελθοντικού, θα είχαμε στα χέρια μας ένα νέο classic στο είδος του.
Στους κινηματογράφους από 14 Φεβρουαρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής