Ήταν Σάββατο 9 Μαρτίου, 12 π.μ..
Συνάντησα το σκηνοθέτη Μάρκο Γκαστίν στο λιμάνι για μια συνέντευξη με αφορμή τη νέα του ταινία ‘Μέχρι τη Θάλασσα’ που προβλήθηκε στα πλαίσια του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Μιλήσαμε για την ταινία, για το είδος του ντοκιμαντέρ και τα σχέδια του σκηνοθέτη.
Η νέα σας ταινία ονομάζεται ‘Μέχρι τη Θάλασσα’.
Η ‘θάλασσα’ συμβολίζει κάτι για εσάς;
Πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος;
Κοίταξε, δε μου αρέσει πολύ να εξηγώ τους συμβολισμούς.
Πιστεύω πως όταν επιλέγουμε έναν τίτλο δεν ξέρουμε όλο το νόημα και το συμβολισμό του.
Μπορώ όμως να σας πω πώς μου ήρθε ο τίτλος.
Στην αρχή η ταινία, την οποία σκέφτομαι τριάντα χρόνια, όχι σε αυτή την τελική μορφή που έγινε, την έλεγα ‘KAT People’.
Ήταν ένα λογοπαίγνιο.
Επειδή είχα ζήσει εγώ ο ίδιος σε ένα θάλαμο του ΚΑΤ για πάνω από ένα μήνα, είχα ένα πρόβλημα στη μέση με ένα δίσκο που μου παρέλυσε το ένα πόδι και μέχρι να πάρω την απόφαση να κάνω την εγχείρηση κάθισα πάνω από μήνα σε ένα θάλαμο με άλλους οκτώ ασθενείς και δεν μπορούσα καθόλου να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Αναγκαστικά βρέθηκα σε μια κοινότητα με τους κανόνες της και πολύ κοντά στους ανθρώπους που δεν θα συναντούσες στην κανονική σου ζωή, σαν τον στρατό ας πούμε.
Ξαφνικά έχεις μια τομή της κοινωνίας, της πραγματικής κοινωνίας και καταλαβαίνεις πως ο καθένας ζει σε μια φούσκα με ανθρώπους που του μοιάζουν αλλά δεν είναι, ας πούμε, μεγάλο δείγμα της κοινωνίας.
Και ήταν νέοι από τροχαία ατυχήματα με δίκυκλο.
Και όλα αυτά είχαν μια κοινωνική συμπύκνωση χαρακτήρων, οπότε ανθρωπολογικά και κοινωνικά είχε πολύ ενδιαφέρον και μου ήρθε η ιδέα να το κάνω κάποια στιγμή ταινία.
Στην αρχή σκεφτόμουν ταινία με υπόθεση γιατί τότε δεν ασχολούμουν με το ντοκιμαντέρ αλλά μόνο με ταινίες με υπόθεση.
Μετά πήγα στο ντοκιμαντέρ.
Τελευταία βρήκα σε ένα αρχείο μου ένα σενάριο που είχα γράψει που λεγόταν ‘KAT People’, μια παλιά ιδέα.
Και μέχρι να κάνω την ταινία – ακόμα προχτές – λεγόταν ‘KAT People’.
Όμως γρήγορα κατάλαβα πως αυτό ήταν ένα λογοπαίγνιο που δεν θα καταλάβουν καθόλου στο εξωτερικό παρόλο που είναι στα αγγλικά, δεν θα καταλάβουν σε τι αναφέρεται.
Το ‘ΚΑΤ’ που μασάνε στην Υεμένη είναι ένα είδος ναρκωτικού, κάτι σαν φύλλα.
Έτσι άφησα εκείνον τον τίτλο και έψαχνα καινούριο.
Μου ήρθε τότε στο μυαλό ένα τραγούδι που είχα ακούσει και υπάρχει στο τέλος της ταινίας.
Είναι του Γιάννη Αγγελάκα με μουσική του Νίκου Βελιώτη που μου άρεσε πολύ. Δεν το ήξερα αυτό το τραγούδι και ήταν λες και είχε γραφτεί για αυτήν την ταινία. Ζήτησα από το Νίκο Βελιώτη να κάνει τη μουσική της ταινίας.
Όταν την είδε και άκουσε στο τέλος το τραγούδι μου λέει ‘Λες και το έχουμε γράψει για την ταινία σου!’.
Τελικά μου χαρίσανε και το τραγούδι και τους ευχαριστώ για αυτό.
Το χρησιμοποιώ στους τίτλους τέλους της ταινίας.
Έβλεπα ένα σύμβολο αμέσως, την θάλασσα σα μια ουτοπία, κάτι που θέλεις να φτάσεις.
Ένας τετραπληγικός από τους τέσσερις χαρακτήρες που παρακολουθήσαμε στην ταινία το είχε πάθει από ένα ατύχημα που είχε γίνει από μια βουτιά στη θάλασσα.
Μου είπαν μετά στο κέντρο αποκατάστασης ότι είναι η πρώτη αιτία για τετραπληγία στους νέους η βουτιά στη θάλασσα, πράγμα που δεν ήξερα και δεν γνωρίζω αν το ξέρατε εσείς.
Νόμιζα θα ήταν τα μηχανάκια με τα τροχαία και λοιπά.
Και όμως όχι, ήταν πιο πολλά αυτά από βουτιά στη θάλασσα.
Απλές βουτιές, όχι αναγκαστικά σε βράχους.
Τέλος πάντων, το θέμα της θάλασσας σαν αιτία που, ας πούμε, ξεκινάει την ταινία έτσι και προέκυψε.
Είναι μια ταινία για την αποκατάσταση των ανθρώπων που έχουν πάθει ένα σοβαρό ατύχημα που άλλαξε την πορεία της ζωής τους από τη μία στιγμή στην άλλη.
Η θάλασσα ήταν στην αρχή της ταινίας, την ήθελα και στο τέλος σαν αυτό που θέλουν να φτάσουν.
Κυριολεκτικά και συμβολικά.
Δε μου άρεσε ο τίτλος του τραγουδιού που έλεγε ‘Μέσα στη Θάλασσα’ ως τίτλος της ταινίας, δε σημαίνει τίποτα.
Ο τίτλος προέκυψε στο γύρισμα.
Σε μια σκηνή επισκέπτεται τον ήρωα μας ένας κύριος γύρω στα πενήντα πέντε –εξήντα που είχε πάθει ημιπληγία από εγκεφαλικό και ήταν μετά από μήνες με πατερίτσες.
Ήταν νομίζω μήνας Ιούλιος ή κάπου εκεί και τον ρωτάει ο ήρωας μας ‘Τι κάνεις;’.
Είναι σαφέστατα καλύτερα, δεν είναι όμως στην κατάσταση που ήταν πριν το ατύχημα.
Λέει ‘Είμαι καλά, έχω δυσκολίες, φοβάμαι μην πέσω’.
Ο ήρωας μας του λέει ‘Δεν πειράζει, έρχεται τώρα το καλοκαίρι, θα πάνε όλα καλά’.
Και εκείνος λέει ‘Σημασία το καλοκαίρι έχει η θάλασσα’.
Και προσθέτει ‘αλλά πώς θα φτάσεις εκεί;’ και λέω εγώ ‘Να ο τίτλος της ταινίας!,
‘Μέχρι τη Θάλασσα’.
Και τελείως ασυνείδητα θυμήθηκα πως αυτό το πράγμα το είχε πάθει η αδερφή μου που πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια από καρκίνο.
Όταν ήταν για μήνες στο νοσοκομείο με χημειοθεραπείες, στην τελευταία χημειοθεραπεία – ήταν καλύτερα αλλά ξανά γύρισε γιατί είχε κάποια ίωση – λένε οι ιατροί θα δοκιμάσουνε μια καινούρια χημειοθεραπεία και είπαν πως αν δε λειτουργήσει αυτή δεν ξέρουνε τι θα κάνουνε, μπορεί ίσως κάτι άλλο.
Και της περνά η ίωση και βλέπουν τα αποτελέσματα από τη χημειοθεραπεία.
Και βλέπουν ότι δεν έπιασε…
Της λένε με τρόπο ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Ρωτάει πόσος χρόνος της απομένει και της απαντούν μερικούς μήνες.
Σε μας βέβαια λένε μερικές εβδομάδες.
Και επειδή ήταν στο κρεβάτι για ενάμισι μήνα δεν μπορούσε να περπατήσει, ήταν με αμαξίδιο.
Της προτείνουν να πάνε σε μια ειδική μονάδα που είναι για τους ανθρώπους που είναι προς το τέλος, είναι τιμή που τους δίνουν μορφίνες και λοιπά.
Και εκείνη λέει ‘Εγώ θα φύγω, θα πάω στη θάλασσα’.
Της λένε ‘Μα κυρία μου υπάρχει κάποια στιγμή που μπορείτε να πάθετε…’ ‘Όχι, θα πάω στη θάλασσα!’ τους απάντησε.
Και την πήγαμε στη θάλασσα.
Ο άντρας της ήταν από τη Γαλλία από ένα μέρος κοντά στον ωκεανό και είχαν ένα μικρό κτήμα και είχαν κτίσει ένα σπιτάκι που ήταν τριακόσια μέτρα από τη θάλασσα.
Για να πας στη θάλασσα από το σπίτι έπρεπε να διασχίσεις κάτι αμμόλοφους και μετά να περπατήσεις μέχρι την άμμο και τη θάλασσα που ήταν στα εκατό μέτρα.
Πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει.
Έζησε ακόμα τέσσερις-πέντε εβδομάδες αλλά τις τρεις-τέσσερις της πήρε χρόνο για να σηκωθεί να κάνει αυτά τα μέτρα γιατί το αμαξίδιο δεν μπορούσε να πάει στην άμμο.
Οπότε έκανε κάθε μέρα ένα είδος αποκατάστασης για να σηκωθεί.
Μέχρι που μια μέρα μας είπε: ‘Είμαι έτοιμη, πάμε στη θάλασσα!’.
Και την πήγαμε με το αμαξίδιο από ένα δίκτυο που έχει βάλει ο δήμος πάνω στην άμμο.
Το δίκτυο όμως τελείωνε εκατόν πενήντα μέτρα από τη θάλασσα.
Δεν μπορούσε μόνη της και πήγε έτσι αγκαζέ με τον γαμπρό μου και πήγε και έκανε μπάνιο στη θάλασσα.
Πήγε Μέχρι τη Θάλασσα!
Αυτός είναι ο τίτλος της ταινίας.
Και αυτό είναι το θέμα της ταινίας.
Το θέμα της ταινίας είναι η σχέση ελπίδας και αποδοχής που είναι δύο έννοιες που στην αποκατάσταση είναι αντίθετες και τελικά μπορούν να γίνουν μια σύνθεση.
Ξέρεις, είναι το κλασικό της διαλεκτικής: θέση – αντίθεση – σύνθεση.
Είναι το πράγμα που προσπαθούν να κάνουν οι γιατροί και οι θεραπευτές: να σε φτάσουν στην αποδοχή.
Να αποδέχεσαι ότι δεν είσαι αυτός που ήσουν πριν ή μάλλον δεν έχεις τις ίδιες λειτουργίες, δυνατότητες σωματικές που είχες πριν.
Γιατί έχεις ένα χτύπημα και αυτό σου άφησε κάτι λιγότερο από ο,τι είχες.
Αυτό μπορεί να σου ξαναέρθει αλλά μπορεί και να μην σου ξαναέρθει ολόκληρο.
Λοιπόν, περνάς από τις πέντε φάσεις του πένθους.
Αυτές είναι ο θυμός, η άρνηση, η κατάθλιψη, η διαπραγμάτευση μέχρι να φτάσεις στην αποδοχή.
Και η δουλειά τους είναι να κάνουν αυτό.
Ο ψυχοθεραπευτής παίζει ένα κεντρικό ρόλο στην αποκατάσταση.
Και η δραματουργία της ταινίας βασίζεται σε αυτό, την πορεία μέχρι την αποδοχή.
Υπάρχουν ασθενείς που αποδέχονται κάπως γρήγορα και έχουμε έναν ήρωα που το αποδέχεται αυτό και είναι στη χειρότερη σωματική κατάσταση από όλους.
Δεν λειτουργούν τα πόδια του, ούτε τα δάκτυλα του, αλλά επειδή αποδέχεται την κατάσταση του, μπορούν να τον εκπαιδεύσουν να είναι λειτουργικός και αυτόνομος.
Να αποδέχεται ότι όλη τη ζωή του ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτής θα έχει αυτό το πρόβλημα.
Άρα για να έχεις μια πλούσια ζωή πρέπει να αποδέχεσαι ότι είσαι σε αμαξίδιο.
Άρα να έχεις ένα ειδικό αμαξίδιο που μπορείς να το κινήσεις μόνος σου, να μην έχεις ανάγκη κάποιον να σε πάει από εδώ και από εκεί και να το μάθεις γιατί δεν είναι εύκολο πράγμα να οδηγείς αμαξίδιο όταν δεν έχεις καθόλου δάκτυλα.
Πρέπει να αποκτήσεις δύναμη στα μπράτσα και να μάθεις τα τρυκ να ανέβεις ένα ή δύο πόντους γιατί είναι ολόκληρη διαδικασία.
Πρέπει να κάνεις σούζα.
Μετά, να μάθεις να κάθεσαι στο κρεβάτι σου μόνος, να μάθεις να κάθεσαι στο αμαξίδιο από το κρεβάτι και αντίστροφα.
Υπάρχει ολόκληρη εκπαίδευση γι’ αυτό.
Εκπαιδεύονται βέβαια από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι θα ξανασηκωθούν και θα ξαναπερπατήσουν.
Εκπαιδεύονται στο πολύζυγο, μετά στο δίζυγο και λοιπά.
Υπάρχουν όμως άνθρωποι που δεν αποδέχονται ότι η ελπίδα πως θα περπατήσουν ξανά και θα γίνουν όπως ήταν πριν, είναι πολύ μικρή μέχρι και ελάχιστη ή και καθόλου.
Οι γιατροί δεν το λένε.
Η ιατρική σήμερα στην κατάσταση που βρίσκεται δεν μπορεί να επέμβει στο νωτιαίο μυελό για να ξαναλειτουργήσει το ‘ρεύμα’ ας το πούμε.
Άμα κοπεί δεν είναι καλώδιο που μπορείς να το ξαναφτιάξεις.
Μπορείς όμως να εκπαιδεύσεις τον άλλον ή να φτιάξεις τη μικρή λειτουργία που έχει ακόμα, να την ενθαρρύνεις.
Ένα είδος short cut.
Και υπάρχει ένας άνθρωπος στην ταινία που το αρνείται αυτό.
Λέει ‘η πίστη κουνάει τα βουνά, εγώ θα βγω όρθιος από εδώ.’
Και αρνείται να μάθει τα πράγματα που πρέπει να μάθει έχοντας την έμμονη ιδέα ότι ‘έχω τη θέληση και θα τα καταφέρω’.
Και τελικά είναι αδιέξοδο.
Όταν όμως αποδέχεσαι την κατάσταση σου σου έρχεται η ελπίδα ξανά, ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου και μπορείς να κάνεις καταπληκτικά πράγματα.
Και βέβαια αυτός που αποδέχεται μας λέει πως ‘είμαι καλύτερος από ότι ήμουν πριν’.
Έχουν πιο πολλές δυνατότητες.
Είναι λογικό όταν περνάς μια μεγάλη δοκιμασία, μετά να έχεις μεγάλη όρεξη για ζωή και να έχεις ωριμάσει.
Με αυτή την έννοια λοιπόν η ταινία είναι αισιόδοξη και έχει αίσιο τέλος.
Δεν περπατάει αυτός ο ήρωας αλλά έχει αποκτήσει μια τρομερή δύναμη.
Και γι’ αυτό λέω πως δεν είναι να διαλέξεις ή το ένα ή το άλλο, δηλαδή την αποδοχή ή την ελπίδα.
Πρέπει να αφήσεις την ελπίδα για κάτι τρελό και άπιαστο και να έχεις την ελπίδα να πιάσεις πράγματα πολύ μακριά, να πας όπως η αδερφή μου μέχρι τη θάλασσα.
Και την τελευταία εβδομάδα της ζωής της είχε πετύχει πράγματα.
Ήξερε ότι ήταν καταδικασμένη – όπως είμαστε και εμείς και δεν το συνειδητοποιούμε.
Είμαστε καταδικασμένοι.
Απλώς εκείνη είχε πιο κοντινή ημέρα ‘λήξεως’.
Όλοι μας δεν είμαστε αιώνιοι αλλά πρέπει να κάνουμε τη ζωή μας.
Πρέπει συνέχεια να σκεφτόμαστε ότι θα πεθάνουμε και να μην κάνουμε τίποτα;
Νομίζω πως αυτή η ταινία και αυτό το οποίο περιγράφει είναι μια μεταφορά της δικής μας κατάστασης, της ανθρώπινης συνθήκης.
Και γι’ αυτό νομίζω αυτή η ταινία δεν είναι μόνο για ανθρώπους που είναι ανάπηροι ή υπάρχει η απειλή της αναπηρίας.
Είναι για εμάς.
Διότι πρώτα απ’ όλα η ζωή σου μπορεί από τη μία στιγμή στην άλλη να γυρίσει.
Εύχομαι κανένας να μην το πάθει.
Ελπίζεις να είσαι αιώνιος;
Πρέπει να το αφήσεις αυτό.
Όπως έλεγε ένας λατινοαμερικάνος ποιητής ‘Ο έρωτας είναι αιώνιος όσο κρατάει’.
Είμαστε αιώνιοι όσο κρατάμε.
Θέλω να σας ρωτήσω κάτι για τους ήρωες της ταινίας.
Έχετε επιλέξει κάποια πρόσωπα από το ΚΑΤ με αυτό το πρόβλημα που προσπαθούν να ξεπεράσουν στη ‘χρονική διάρκεια’ της ταινίας.
Ήταν εύκολη η επιλογή των προσώπων;
Πιστεύετε πως ανοίχτηκαν αρκετά ώστε να εκφράσουν το πρόβλημα τους και το δύσκολο κλίμα που επικρατούσε μέσα τους;
Λοιπόν, είχα την τύχη να έχω μια φοβερή γνωριμία με τον ιατρό-διευθυντή της κλινικής αυτής που από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα μέσα σε πέντε λεπτά, κυριολεκτικά μέσα σε πέντε λεπτά μου είπε ναι.
Παράλληλα κυνηγούσα κλινικές, όχι αποκατάστασης αλλά ορθοπεδικές.
Είχα πάει στον Ευαγγελισμό και κάθε φορά είχε ένα θέμα, κάτι δεν ταίριαζε, δεν καταλάβαιναν τι ήθελα να κάνω.
Ήθελα να περάσω ένα χρόνο μέσα.
‘Έλα αύριο και τράβα ο,τι θέλεις’, μου είπαν.
Νόμιζαν πως πρόκειται για μια δημοσιογραφική συνέντευξη.
Όταν τους εξήγησα τι ήθελα να κάνω, μου είπαν πως ακούγεται δύσκολο.
Τέλος πάντων, ήθελα να βρω και να μάθω για την κλινική αποκατάστασης του ΚΑΤ.
Και έτσι πήγα.
Ο γιατρός είδε ότι είχα ετοιμάσει την πρόταση που είχα σε δύο σελίδες και βλέπει το χαρτί που είχα στο χέρι μου και το διαβάζει.
Με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει ‘Πού ήσουν τόσα χρόνια;’.
Λοιπόν, ήθελε κάτι να γίνει για τη δουλειά που κάνουν εκεί.
Μου έδειξε τη δουλειά που κάνουν και γοητεύτηκα από όλο αυτό το πράγμα.
Να δεις στην κατάσταση που είναι σήμερα ένα ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο με τα ελάχιστα μέσα που έχουν, δηλαδή δεν έχουν καν πισίνα στην κλινική αποκατάστασης ή έχουν μια πισίνα που θέλει ανακαίνιση και δεν έχουν τα μέσα να το κάνουν.
Έχουν ελάχιστα μηχανήματα, λιγότερα από τον φυσικοθεραπευτή της γωνίας, τον ιδιώτη.
Κάνουν όμως μια δουλειά.
Μου έβαλαν μια ποδιά στο νοσοκομείο για να μη ρωτάνε τίποτα οι ασθενείς.
Κάναμε απλώς μια επίσκεψη σα να είμαστε ιατροί.
Κάνουν μια φορά την εβδομάδα μια ομάδα από όλους τους γιατρούς-θεραπευτές της κλινικής και μερικές νοσοκόμες και συζητάνε κάθε περίπτωση κάθε ασθενή πώς προχωράει, τι πρέπει να κάνουν.
Αυτό έχει μια γοητεία γιατί έτσι γιατρεύουν όλο το πρόσωπο.
Συνήθως οι γιατροί σε βλέπουν κομμάτι-κομμάτι.
[…] Βέβαια είναι πιο δύσκολο για την ταινία να την πουλήσω, να τραβήξεις τον θεατή να πάει στην αίθουσα να την δει.
Είμαι πεπεισμένος – χωρίς να έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου – ότι αυτή η ταινία λειτουργεί σαν ένα δράμα, σα μια ταινία με υπόθεση.
Πιστεύω λειτουργεί και σε καθηλώνει, αποδέχεσαι να κάτσεις 108 λεπτά να την δεις.
Έλεγα από τότε στο μοντέρ μου όπως η φράση του Μαρσέλ Ντυσάν ‘Αυτό δεν είναι μια πίπα’ του έλεγα ‘Αυτό δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ’.
Μην το σκέφτεσαι σα ντοκιμαντέρ, σκέψου το σαν ταινία με υπόθεση που μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις συγκρούσεις, τις κορυφώσεις έτσι ώστε να τις ζήσει ο θεατής.
Γιατί έτσι το έχω γυρίσει.
Να βιώσει ο θεατής αυτή τη μάχη που κάνουν οι ασθενείς.
Ξέφυγα λίγο από την ερώτηση…
Αυτός ο γιατρός με γνώρισε, σχεδόν με επέβαλλε στους ασθενείς, μου γνώρισε μερικές περιπτώσεις εκεί πέρα που αυτός πίστευε ότι μπορούν να συμμετέχουν και δεν θα έχουν πρόβλημα να πάρουν μέρος στο ντοκιμαντέρ.
Μετά με άφησε ελεύθερο να διαλέξω αυτούς που ήθελα.
Αρχικά παρακολουθούσα πιο πολλούς χαρακτήρες, περίπου έξι-επτά ανθρώπους.
Στο γύρισμα καταλήξαμε σε πέντε επειδή κάποιοι άλλοι φεύγανε πιο νωρίς και δεν θα είχαμε όλη την πορεία τους στο νοσοκομείο.
Η πέμπτη περίπτωση που είχαμε ήταν συγκλονιστική, τον είχαμε λίγο στην ταινία.
Αυτός είχε πάθει κάποιου είδους εγκεφαλικό από μια αρρώστια στον εγκέφαλο και το θέμα ήταν να βρει ξανά την αντίληψη, δεν είναι το θέμα να σηκωθεί και να περπατήσει.
Έτσι δεν ταίριαζε και πολύ με τους υπόλοιπους.
Τον βάζουμε πολύ λίγο, δεν έχουμε όλη την πορεία του.
Οι άνθρωποι όχι μόνο ήταν συνεργάσιμοι αλλά ήταν σημαντικό για αυτούς.
Και έλεγα μισό στα σοβαρά και μισό στην πλάκα στους γιατρούς εκεί πως εμείς είμαστε η άλλη θεραπεία, η λεγόμενη ‘ντοκιμαντεροθεραπεία’.
Κάτι σαν film therapy.
Και έτσι λειτούργησε.
Ένας από τους ήρωες μας έκανε όλο το δρόμο από τη Αθήνα απόψε για την πρεμιέρα εδώ γιατί είναι σημαντικό για αυτόν.
Ενώ δείχνουμε και τους άλλους σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, δείχνουμε πολύ προσωπικά πράγματα τα οποία σεβαστήκαμε.
Στους τετραπληγικούς ένα θέμα δύσκολο είναι σαφώς η τουαλέτα.
Αυτό το αφήσαμε έξω, όπως και κάθε τι σεξουαλικό.
Χάρη λοιπόν του γιατρού και διευθυντή της κλινικής είχα την πρόσβαση και στους ασθενείς και στην ομάδα των γιατρών.
Φανταστείτε ότι κινηματογραφώ την ομάδα των γιατρών μέσα στα όρια του ιατρικού απορρήτου.
Κινηματογραφώ τις συνεδρίες με τον ψυχοθεραπευτή, είχα μια απίθανη πρόσβαση στο θέμα μου.
Δεν το περίμενα κάτι τέτοιο να γίνει.
Ουσιαστικά είχα πρόσβαση στους ανθρώπους που δέχτηκαν γρήγορα, δεν είχα θέματα.
Μόνο μικρής σημασίας.
Κάποιοι δεν ήθελαν να πάω στο σπίτι τους, το σεβάστηκα.
Δε μου ήταν δύσκολο.
Όταν έχεις ανθρώπους μπροστά σου σου έρχεται σχεδόν αυτόματα ποιοι θα είναι ήρωες για την ταινία.
Συναντήσατε κάποιο άλλο πρόβλημα στη δημιουργία της ταινίας;
Είχα ένα μικρό πρόβλημα γιατί αυτός ο γιατρός όπως σας είπα κάποια στιγμή έφυγε γιατί πήρε τη σύνταξη του.
Τον βλέπουμε στην ταινία που φεύγει, κάνει και ένα γλέντι με μπουζούκια.
Δυσκολίες ναι γιατί έφυγε γρήγορα.
Το ήξερα βέβαια αυτό και έτσι άρχισα τα γυρίσματα πιο νωρίς από ότι νόμιζα.
Όταν έφυγε, άρχισαν κάποιοι γιατροί να έχουν αμφιβολίες μήπως δεν κάνει να δείξουμε όλα αυτά αλλά μετά είχαμε μια καλή συζήτηση και το λύσαμε.
Είχα και κάποιο φόβο.
Ξέρετε είναι λίγο επικίνδυνο γι’ αυτούς γιατί ξέρουμε πως στα νοσοκομεία όλοι περιμένουν τους γιατρούς στη γωνία.
Δηλαδή άμα κάτι δεν πάει καλά όπως μια εγχείρηση που μπορεί να μην είναι πάντα επιτυχημένη μπορεί να σου κάνουν μήνυση γι’ αυτό.
Και φοβόντουσαν μη γίνει πάτημα για κάποιον και τους κάνει μήνυση επειδή δεν ξαναπερπατάει, επειδή το ένα επειδή το άλλο.
Υπήρχαν και δικηγόροι να ξέρετε που τριγυρίζουν και έψαχναν δουλειά εκεί πέρα.
Πάνε σε απλούς ανθρώπους που δεν είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι και τους λένε ‘Αν θέλεις εγώ θα κάνω μήνυση στον γιατρό. Αν πετύχουμε, μοιράζουμε τα λεφτά 50-50’.
Και έχει τύχει σε γιατρούς.
Φοβόντουσαν από την στιγμή που υπάρχει η κάμερα ότι θα γίνει κάτι ανάλογο.
Συν ότι λόγω των πολλών εκπομπών καταγγελίας που γίνονται στην κίτρινη τηλεόραση – όπως λέμε στον κίτρινο τύπο – θα γίνει πάτημα αυτή η ταινία για τέτοιο είδος.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν να φιλμάρουμε την ομάδα των γιατρών.
Τους είπαμε πως θα φιλμάρουμε μόνο όταν μιλάνε για τους ήρωες μας που έχουν υπογράψει χαρτί.
Ύστερα τους είπαμε πως θα τους δείξουμε την ταινία πριν τη βγάλουμε και έτσι και έγινε.
Είχαμε το ΟΚ τους.
Δεν είχα άλλη δυσκολία, ευκολία μπορώ να πω περισσότερο.
Εκτός από τις μικρές δυσκολίες που έχει τεχνικά όπως εκεί που έχει μια φοβερή σκηνή και παθαίνει κάτι η κάμερα και χάνεις την σκηνή.
Αυτά συμβαίνουν σε κάθε ντοκιμαντέρ.
Τυχαίνει να ακούω πολύ κόσμο όταν ακούει τη λέξη ‘ντοκιμαντέρ’ να του έρχεται στο νου το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.
Όμως από τα πολλά ντοκιμαντέρ που ήδη υπάρχουν από τον 20ο αιώνα μέχρι σήμερα ανακαλύπτουμε πως το ντοκιμαντέρ είναι και αυτό μια ταινία μυθοπλασίας.
Πιστεύετε πως το ντοκιμαντέρ σαν είδος είναι κάπως παρεξηγημένο;
Ναι, το ντοκιμαντέρ είναι σίγουρα παρεξηγημένο.
Νομίζω πως το πιο μακρινό είδος από το ντοκιμαντέρ δεν είναι η μυθοπλασία αλλά το ρεπορτάζ.
Ρωτήσανε μια φορά το Ζαν Ρενουάρ, το μεγάλο Γάλλο σκηνοθέτη ο οποίος ήταν εξαιρετικός σκηνοθέτης του κινηματογράφου αλλά και του θεάτρου, ποια πίστευε πως ήταν η διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και θεάτρου.
Και είπε πως είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Τι εννοούσε όμως;
Είναι αυτονόητες οι διαφορές.
Στο θέατρο έχεις τους ηθοποιούς μπροστά σου, η παράσταση είναι για τώρα, η επόμενη θα είναι κάτι άλλο, τους βλέπεις μια φορά.
Είναι αυτονόητο.
Έχεις ανθρώπους που ενσαρκώνουν ρόλους και έχεις μια παρτιτούρα με το σενάριο ή το θεατρικό έργο γραμμένο πριν.
Οπότε έχεις να κάνεις με διεύθυνση ηθοποιών, να τους βάλεις και ένα ντεκόρ.
Με αυτή την έννοια είναι το ίδιο πράγμα.
Στο σινεμά το έργο είναι γραμμένο πριν και μπορεί να έχει πεθάνει αυτός που ερμηνεύει το ρόλο όταν εσύ βλέπεις την ταινία.
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ έλεγε ότι το σινεμά είναι η τέχνη των φαντασμάτων.
Γιατί τους ανθρώπους που βλέπεις δεν υπάρχουν πια.
Μπορεί να υπήρξανε ένα μήνα πριν αλλά δεν υπάρχουν πια έτσι.
Τέλος πάντων, είναι αυτονόητο αλλά ως αντιμετώπιση ενός σκηνοθέτη μπορείς να το δεις ότι είναι το ίδιο πράγμα.
Το ίδιο θα έλεγα αν με ρωτούσες για τη διαφορά ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας και θα σου έλεγα πως είναι το ίδιο πράγμα.
Είναι αυτονόητες οι διαφορές.
Η μοναδική διαφορά κάποιος έλεγε είναι ότι στο ντοκιμαντέρ οι νεκροί δεν ξανασηκώνονται.
Αυτή είναι η διαφορά.
Τα μέσα αφήγησης που χρησιμοποιείς, τα μέσα δραματουργίας, είναι τα ίδια θα έλεγα.
Έχεις τα μέσα τα οπτικά, τα μέσα τα ακουστικά που είναι ίδια.
Η διαφορά είναι στα δραματικά πρόσωπα.
Στο ντοκιμαντέρ δεν ερμηνεύουν άλλον, το πολύ τον εαυτό τους.
Στα ντοκιμαντέρ που κάνω δεν ερμηνεύουν κανέναν, ζούνε τη ζωή τους.
Και δεν γράφεις πριν αυτό που θα πούνε.
Άμα γράφεις πριν αυτό που θα πούνε δεν είναι πια ντοκιμαντέρ κατά τη γνώμη μου.
Κάποια φεστιβάλ δε λένε ‘τμήμα ντοκιμαντέρ’, λένε ‘fiction’ και ‘non-fiction’.
Οπότε το ντοκιμαντέρ είναι ο,τι άλλο είναι σινεμά εκτός από τη μυθοπλασία.
Και βέβαια υπάρχει ένα σενάριο στο ντοκιμαντέρ με μοναδική διαφορά ότι το πραγματικό σενάριο το γράφεις μετά.
Έχεις ησυχία, έχεις σκέψη, το θέμα του ποιον θα παρακολουθείς, πώς και λοιπά αλλά δεν ξέρεις ακριβώς τι θα γίνει και μπορείς στην πορεία να αλλάξεις.
Στο ντοκιμαντέρ το τελικό σενάριο το γράφεις στο μοντάζ.
Αυτό που είναι λοιπόν πολύ μακριά από το ντοκιμαντέρ είναι το ρεπορτάζ.
Δεν το περιφρονώ, μου αρέσει πολύ να βλέπω ρεπορτάζ ποιότητας.
Είναι όμως διαφορετικό, είναι δημοσιογραφικό είδος.
Με όλο το σεβασμό.
Βέβαια κυριαρχεί – και δυστυχώς – το κακό ρεπορτάζ.
Έρχεται ο δημοσιογράφος εδώ στην Ελλάδα στην περίοδο της κρίσης, έχει τρεις μέρες να κάνει ένα ρεπορτάζ και έχει γράψει πριν αυτό που θα κάνει.
Ίσως έχει κάνει μια μικρή έρευνα αλλά έχει γράψει πριν τι θα κάνει και προσπαθεί να βρει ανθρώπους και εικόνες που κάνουν εικονογράφηση αυτού που θέλει να πει.
Και κυριαρχεί το σχόλιο.
Τα πλάνα σχολιάζουν το κείμενο του.
Και ο τρόπος που το δουλεύεις κάνοντας ένα σπικάζ που ηχογραφείς και μετά στο μοντάζ προσπαθείς να ταιριάξεις τις εικόνες με αυτό, αυτό το πράγμα δεν έχει καμία συνοχή.
Οι εικόνες μπορεί να είναι διαφορετικές.
Ενώ στο ντοκιμαντέρ και στην ταινία με υπόθεση κάνουμε σκηνές ή σεκάνς.
Εγώ πιστεύω πως το ντοκιμαντέρ είναι δραματικό είδος όπως είναι το θέατρο και η ταινία με υπόθεση.
Το ρεπορτάζ όμως δεν είναι, είναι δημοσιογραφικό είδος.
Και κάτι τελευταίο για κλείσιμο.
Υπάρχει κάποιο θέμα με το οποίο θέλετε να ασχοληθείτε και δεν το έχετε επιχειρήσει ακόμα;
Υπάρχουν θέματα που έχω επιχειρήσει και δεν έχω ακόμα τελειώσει.
Για παράδειγμα. έχω αρχίσει πριν από δέκα χρόνια ένα ντοκιμαντέρ για το παιδομάζωμα στον εμφύλιο το οποίο δεν έχω τελειώσει γιατί είχε κάποια πολιτικά εμπόδια γιατί αποκάλυψα πως όταν μιλάς για το παιδομάζωμα, μιλάς και για το Μακεδονικό.
Και πριν από δέκα χρόνια είχε βέτο σε αυτό το θέμα.
Και επειδή είχα μια συμπαραγωγή με ΕΡΤ το θέμα ήταν ταμπού.
Ελπίζω με τις αλλαγές να μην είναι ταμπού πια αυτό το θέμα και να μπορέσω να το τελειώσω.
Λυπάμαι που δεν είχα την ψυχική δύναμη τότε να προσπεράσω αυτά τα εμπόδια και να το ολοκληρώσω.
Μετά υπάρχει και άλλο ένα θέμα… αλλά δεν θα μιλήσω γι’ αυτό γιατί εμείς οι κινηματογραφιστές έχουμε μαγική σκέψη και άμα λέμε κάτι μπορεί και να μην πετύχει.
Σας ευχαριστώ πολύ για την συζήτηση και σας εύχομαι καλή επιτυχία!
Πάνος Μουζάκης.