Σε ένα ιταλικό χωριό της δεκαετίας του 80,΄μια πλούσια Μαρκησία εκμεταλλεύεται την ανάγκη των αγροτών της περιοχής αμείβοντας τους με πενιχρούς μισθούς.
Ανάμεσα τους και ο Λαζάρο ένας καλόκαρδος, αφελής νέος, πάντα πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε του αναθέσουν χωρίς ποτέ να ζητά το παραμικρό αντάλλαγμα.
Ο νεαρός αγρότης συνάπτει μια απρόσμενη, δυνατή φιλία με τον ατίθασο γιο της Μαρκησίας κι όταν ο δεύτερος του ζητά να σκηνοθετήσουν την απαγωγή του εκείνος δέχεται.
Ένα σοβαρό ατύχημα όμως ανατρέπει τα δεδομένα και οι δύο άντρες χάνουν την επαφή τους μέχρι ώσπου ο Λαζάρο αποφασίζει μετά από χρόνια να αναζητήσει τον παλιό του φίλο.
Η Alice Rohrwacher αναβιώνει τους μεγάλους Ιταλούς δημιουργούς σε μία γοητευτική όσο και άνιση παζολινική αλληγορία φαντασίας, η οποία απέσπασε το Βραβείο Σεναρίου στο τελευταίο φεστιβάλ Καννών.
Η 37αχρονη Ιταλίδα δημιουργός ξεκίνησε την καριέρα της από τα ντοκιμαντέρ, για να περάσει στη συνέχεια στη μυθοπλασία διαγράφοντας μία ανοδική φεστιβαλική πορεία στις Κάννες (συμμετοχή στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών για το ντεμπούτο της «Corpo Celeste» το 2011 και Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για την αμέσως επόμενη ταινία της «Θαύματα» το 2014).
Στην τρίτη της σκηνοθετική απόπειρα, παρουσιάζει ένα πρωτότυπο κινηματογραφικό εγχείρημα, το οποίο φέρει χαρακτηριστικά των σπουδαίων Ιταλών δημιουργών του παρελθόντος.
Από τον νεορεαλισμό του Ντε Σίκα, τον λυρισμό του Φελίνι και τον στιλίστα Βισκόντι, μέχρι τους πολιτικά αιχμηρούς αδερφούς Ταβιάνι και τον εικαστικό Παζολίνι (από τον οποίο εμφανώς έχει την μεγαλύτερη επιρροή), η Ιταλίδα δημιουργός διασχίζει σχεδόν όλο το φάσμα του κλασσικού ιταλικού κινηματογράφου, σε ένα μοντέρνο αντισυμβατικό παραμύθι, το οποίο φιλοδοξεί να είναι μία πολιτική αλληγορία πάνω στην οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα της.
Εμπνευσμένη από ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη το 1982 σε ένα χωριό της κεντρικής Ιταλίας όπου μία Μαρκησία ανάγκαζε τους εργαζόμενους αγρότες να δουλεύουν σε συνθήκες ημι-δουλοπρέπειας, μεταφέρει την -χωρισμένη σε δύο μέρη- ιστορία της σε ένα παραδοσιακό ιταλικό χωριό λίγο έξω από τη Ρώμη.
Στο πρώτο μέρος περιγράφει τη φτώχεια και τις δυσκολίες των σκληρά εργαζόμενων αγροτών με επίκεντρο πάντα τον καλοκάγαθο Λαζάρο.
Στο δεύτερο μέρος περνάει σε μια αλληγορία που σχετίζεται με έναν μύθο (πρωταγωνιστής του οποίου είναι ένας λύκος) μεταφέροντας την πλοκή πολλά χρόνια αργότερα όπου ο Λαζάρο αναζητά τον παλιό του φίλο στην σημερινή Ρώμη.
Πιστή στο σινεμά του δημιουργού, η Rohrwacher προσεγγίζει νεορεαλιστικά την ιταλική παράδοση.
Μέσα από φολκλόρ, ντοκιμαντερίστικες εικόνες (εντυπωσιακή δουλειά της διευθύντριας φωτογραφίας Ελέν Λουβάρ) αποτυπώνει με έναν τραχύ ρεαλισμό την ιταλική ενδοχώρα και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης μίας απόκληρης κοινωνικής ομάδας.
Στο δεύτερο μέρος πηγαίνει σε διαφορετικό καμβά, όπου με έντονη τη παρουσία του φανταστικού αφήνεται ολοκληρωτικά στον μαγικό ρεαλισμό.
Εγκαταλείποντας τον ορθολογικό τρόπο σεναριακής ανάπτυξης του πρώτου μέρους, επιλέγει μία αντισυμβατική αφηγηματική πορεία παίζοντας σε δυο επίπεδα (πραγματικότητα - μύθος).
Μέσα από αιχμηρές αλλά και ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές, είναι φανερό ότι η Ιταλίδα δημιουργός θέλει να μιλήσει για την αδικία, τις ταξικές ανισότητες και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Όλα αυτά με τη μορφή μιας παραβολής που αντλεί ιδέες από την θρησκεία (Λάζαρος) ή από λαϊκούς μύθους (ο λύκος) μέσα στην οποία οι ήρωες γίνονται σύμβολα χάνοντας την ρεαλιστική τους υπόσταση...μαζί τους χάνεται και η Rohrwacher η οποία όσο κι αν γοητεύει παρασυρόμενη σε έναν δημιουργικό οργασμό, αδυνατεί να δέσει τις πρωτότυπες κινηματογραφικές της ιδέες, μη μπορώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία.
Η σύνδεση του αλληγορικού μύθου με την ιστορία αποτυγχάνει να αναδείξει ένα στέρεο σκηνοθετικό όραμα, το οποίο δεν ολοκληρώνεται ούτε στην αδέξια επιλογή ενός ωμά βίαιου φινάλε, όπου το μόνο που πετυχαίνει είναι να μας δείχνει με το δάχτυλο τα αυτονόητα.
Στους κινηματογράφους από 28 Μαρτίου.
Γιάννης Αποστολίδης.