Ο δημιουργός του «Η Ζωή της Αντέλ», Abdellatif Kechiche, επιστρέφει για πρώτη φορά από το 2013 και εκείνο το φιλμ που είχε φέρει φεστιβαλική αναγνώριση αλλά και αντιδράσεις με τη θεματολογία του.
Εδώ καταπιάνεται και πάλι με μια ιστορία ενηλικίωσης, επαναχρησιμοποιώντας αρκετά στοιχεία εκείνης της ταινίας.
Ο Τυνήσιος σκηνοθέτης μας μεταφέρει στο 1994 σε μια παραλιακή πόλη της Γαλλίας, όπου παρακολουθούμε τον νεαρό Amin (Shain Boumedine) στις καλοκαιρινές διακοπές, με τον έρωτα να «παραμονεύει».
Εστιάζοντας στα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα τα οποία γίνονται ακόμα πιο έντονα με την ευεργετική καλοκαιρινή διάθεση, ο Kechiche στήνει μια νοσταλγική ερωτική ιστορία, φέρνοντας στο προσκήνιο αναμνήσεις αλλά και απωθημένα από την εφηβική ανεμελιά, την αθωότητα της εποχής, την ανάγκη του έρωτα, τη δύναμη των διακοπών.
Τεχνικά επιλέγει μια άκρως ρεαλιστική τεχνική, φτιάχνοντας μακροσκελείς διαλόγους στους οποίους δίνει μεγάλη αληθοφάνεια, ενώ και σκηνοθετικά ακολουθεί έναν ανάλογο ρυθμό γνωρίζοντάς μας σταδιακά τα στοιχεία της ιστορίας, αλλά και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών.
Διατηρώντας την ομοιομορφία, οι ηθοποιοί εμφανίζονται με μια αυθεντική ζωντάνια που δημιουργεί απόλυτα ρεαλιστικούς χαρακτήρες χωρίς να παρουσιάζουν τίποτα το επιτηδευμένο.
Το ότι πολλοί δεν έχουν προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα.
Το αντίθετο θα λέγαμε, καθώς με την κατάλληλη καθοδήγηση καταφέρνουν να αποδειχτούν ιδανικοί.
Από όσους μας συστήθηκαν, μάλλον θα πρέπει να συγκρατήσουμε το όνομα της νεαρής Ophelie Bau η οποία είναι πολύ πιθανό να μας ξαναπασχολήσει σύντομα.
Από την άλλη, αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση παρόλο που είναι όμορφη και ευχάριστη οπτικά, έχει αντίκτυπο στη διάρκεια της ταινίας φτάνοντας τις 3 ώρες και τεστάροντας τις αντοχές ως προς την παρακολούθηση.
Αποτέλεσμα αυτής της δομής είναι η ιστορία να παρουσιάζει κάποια κενά διαστήματα τα οποία δεν προσφέρουν κάτι το καινούργιο, και συχνά μοιάζουν να επαναλαμβάνουν ήδη γνώριμες πληροφορίες.
Έτσι δημιουργείται μια ταινία η οποία μπορεί να είναι όμορφη εικαστικά και να μεταδίδει πλήθος ευχάριστων συναισθημάτων, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει να αυτοπεριορίζεται με την υπερβολικά επεκτατική αφήγηση του δημιουργού, περιορίζοντας την ίδια ώρα και το κοινό όπου απευθύνεται.
Στους κινηματογράφους από 28 Μαρτίου.
Γιώργος Νυκταράκης