Ο νεαρός Sam (Andrew Garfield, Breathe) μένει σε ένα διαμέρισμα στη καρδιά του Χόλιγουντ, όπου σκοτώνει την ώρα του κάνοντας μπανιστήρι τους γύρω ένοικους.
Όταν ένα βράδυ θα γνωρίσει την όμορφη αινιγματική γειτόνισσα Sarah (Riley Keough, The House That Jack Built), την ερωτεύεται παράφορα κι ενώ εκείνη ενδίδει, το επόμενο πρωί διαπιστώνει την εξαφάνιση της.
Ο Sam αναλαμβάνει χρέη ντετέκτιβ ξεκινώντας μία έρευνα που θα τον οδηγήσει στη πιο σκοτεινή πλευρά της Πόλης των Αγγέλων σε ένα από τα πιο απολαυστικά όσο και παράδοξα φιλμικά οδοιπορικά που είδαμε τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο.
Αν υπάρχει ένας σκηνοθέτης που τάραξε τα τελευταία χρόνια όσο κανείς άλλος τα λιμνάζοντα κινηματογραφικά νερά της αμερικάνικης horror σκηνής, δεν είναι άλλος από τον David Robert Mitchell.
Ο Αμερικανός δημιουργός έκανε την μεγάλη ανατροπή το 2014 ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς με το απόλυτα πρωτότυπο It Follows.
Ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα φιλμ που έδωσε την φρεσκάδα που έλειπε στον κουρασμένο αμερικάνικο τρόμο.
Τέσσερα χρόνια χρόνια μετά την μεγάλη επιτυχία, έρχεται ορμώμενος με τον αέρα του θριαμβευτή και προσγειώνεται στο λαμπερό Λος Άντζελες για να καταθέσει φόρο τιμής στο σινεμά που τον γαλούχησε.
Παρεκκλίνοντας από τον καθαρόαιμο τρόμο αυτή τη φορά, ανακατεύει το χιτσκοκικό μυστήριο με τον σουρεαλισμό του Ντέιβιντ Λιντς, τη φαρσοκωμωδία με τα νουάρ και τα b-movies με την ποπ κουλτούρα σε ένα άκρως φιλόδοξο, όσο και παραφορτωμένο σινέ-κοκτέιλ γεμάτο σινεφιλικές και μουσικές αναφορές το οποίο από ένα σημείο και μετά βουτά απενοχοποιημένα στην υπερβολή.
Από την εναρκτήρια κιόλας σεκάνς, το «Under the Silver Lake» μας εισάγει στο κινηματογραφικό του σύμπαν με ένα πλάνο, όπου ο ο Σαμ χαζεύει με τα κιάλια την απέναντι γειτόνισσα υπό το χιτσοκικούς ήχους του Ρίτσαρντ Βρίλαντ (συνθέτης του score του «It Follows»), κάνοντας σαφή αναφορά στον «Σιωπηλό Μάρτυρα».
Ωστόσο στην επόμενη σεκάνς το μυστήριο δίνει τη θέση του στη φάρσα με τον ήρωα να περπατά αμέριμνος στο ηλιόλουστο L.A κι ένα ιπτάμενο σκοτωμένο κουνάβι να προσγειώνεται από το πουθενά στο κεφάλι του, γεμίζοντάς τον μια άσχημη μυρωδιά την οποία θα κουβαλά μαζί του σε όλη την ταινία.
Ο Mitchell φροντίζει να μας ξεκαθαρίσει εξ αρχής ότι αυτό που θα επακολουθήσει δεν θα είναι κάποιο στιβαρό θρίλερ μυστηρίου, ούτε ένα νουάρ που παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, αλλά ένα παράδοξο φιλμ που θέλει να χτίσει τον δικό του cult μύθο αφού την ίδια στιγμή που εφαρμόζει τους neo - noir κανόνες τους παρωδεί συγχρόνως.
Αυτό είναι που τον σώζει κυριολεκτικά από τη γελοιοποίηση, καθώς στην εξωφρενική συνέχεια o ρέμπελος πρωταγωνιστής (ένας απίθανος Adrew Garfileld σε μία ράθυμη ερμηνεία σκέτη απόλαυση), μπαίνει σε έναν παρανοϊκό κόσμο που ούτε ο ίδιος μπορεί να χωνέψει.
Serial killers σκύλων, femme fatales, άστεγοι γκουρού, ξεπεσμένοι celebrities, μυστηριακές θρησκευτικές σέκτες, σκοτεινές συνωμοσίες, φόνοι με όπλο την κιθάρα του Curt Cobain κι ένας παντοδύναμος μουσικός συνθέτης, υπεύθυνος για τα μεγαλύτερα hits της μοντέρνας μουσικής (σπαρταριστή η σεκάνς που ακούγονται στο πιάνο επιτυχίες από Foreigner και Ozzy Osbourne μέχρι και Salt-N-Pepa), είναι μερικά από τα πολλά απίθανα ευρήματα που σκαρφίζεται ο Mitchell για να καυτηριάσει το star system κάνοντας με τον πιο χαβαλεδιάρικο τρόπο το δικό του σχόλιο πάνω στο ξεπεσμένο Χόλιγουντ σε ένα φιλμ που μοιάζει με παρωδία του «Mulholland Drive».
Ακόμη κι αν το παρακάνει φορτώνοντας επί δυόμιση περίπου ώρες ολοένα και περισσότερες εξωφρενικές ιδέες, πρόκειται για ένα από τα πιο ξέφρενα κινηματογραφικά trips που είδαμε τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο.
Μία take it or leave it κινηματογραφική εμπειρία που ή θα σε παρασύρει απενοχοποιημένα σε ένα γεμάτο ένοχες απολαύσεις σουρεαλιστικό κινηματογραφικό σύμπαν ή θα σε κάνει να βγεις τρέχοντας από την αίθουσα στο πρώτο μισάωρο.
Στους κινηματογράφους από 7 Μαρτίου.
Γιάννης Αποστολίδης.