Ήταν μεσημέρι Τρίτης 9 Απριλίου όταν ο Πάνος Μουζάκης συνάντησε για το FilmBoy το σκηνοθέτη Νίκο Κορνήλιο για μια συνέντευξη με αφορμή τη νέα του ταινία ‘Η Τέχνη Καταστρέφει’ που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες.
Η ταινία συμμετείχε στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπως και στο 31ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
Στη σύντομη συζήτηση μας μιλήσαμε για τη νέα του ταινία, τη σχέση κινηματογράφου και θεάτρου αλλά και τα μελλοντικά του σχέδια.
Από ότι έχω συνειδητοποιήσει στο ελληνικό σινεμά είστε από τους σκηνοθέτες που δεν επαναπαύονται, κάτι τους ανησυχεί διαρκώς και κάνουν κάποια καινούρια ταινία που θα έλεγα δε μοιάζει τόσο πολύ με την προηγούμενη.
Αυτή τη φορά η νέα σας ταινία ονομάζεται ‘Η Τέχνη Καταστρέφει’.
Μιλήστε μου για τον τίτλο της ταινίας, πώς προέκυψε;
Πρώτα απ’ όλα, πράγματι ισχύει ότι με κάθε ταινία σχεδόν ξεκινάω τον κινηματογράφο από την αρχή.
Ξαναβάζω όλα τα ζητήματα του κινηματογράφου σε μηδενική βάση και προσπαθώ να τα σκεφτώ, είτε είναι θέματα μορφής είτε είναι θέματα αφήγησης είτε θέματα περιεχομένου.
Έχω την εντύπωση ότι αυτή η συνεχής διερεύνηση κάθε φορά είναι και ένα καινούριο μονοπάτι.
Και αυτό είναι που μου κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον μου για την τέχνη του κινηματογράφου.
Γιατί είναι μια τέχνη η οποία έχει τόσα επίπεδα και τόσες διαστάσεις που χρειάζεσαι πολλές ζωές για να τις εξαντλήσεις.
Ο τίτλος ‘Η Τέχνη Καταστρέφει’ ακούγεται προκλητικός… και όντως είναι γιατί είναι προκλητική η ουσία που κρύβει αυτός ο τίτλος, δηλαδή η πίσω πλευρά ή μάλλον η σκοτεινή πλευρά της τέχνης.
Αυτό δηλαδή που συμβαίνει στον περίγυρο των δημιουργών και των καλλιτεχνών, τα απόνερα της δημιουργικής διαδικασίας.
Είναι σοκαριστικό όταν διαπίστωσα και όταν θα διαπιστώσει κανείς πόσα εγκλήματα κατά της ζωής έχουν υπάρξει στον περίγυρο των μεγάλων δημιουργών, είτε είναι λογοτέχνες είτε είναι ηθοποιοί είτε είναι ζωγράφοι.
Ο κατάλογος είναι ατελείωτος και τα παραδείγματα κραυγαλέα.
Σε τι να πρωτοαναφερθεί κανείς…
Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις δημιουργών που η δημιουργία τους συμβάδιζε με τις ας πούμε ηθικές αρχές στη ζωή.
Εν πάση περιπτώσει η δημιουργική τους ανησυχία δεν προκάλεσε πόνο, οδύνη και καταστροφή στους ανθρώπους που τους περιέβαλλαν όπως οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τα κοντινά τους άτομα.
Μπορώ να πω πολλά παραδείγματα και ονόματα.
Ας πούμε ο Pablo Picasso που οι περισσότερες σύντροφοι του γυναίκες αυτοκτόνησαν – μάλιστα μία έγραψε νομίζω ένα βιβλίο με τίτλο ‘Πώς γλύτωσα από τον Πικάσο’.
Ο Marlon Brando παρόλο που ήταν ένας τόσο μεγάλος ηθοποιός και ανοιχτό πνεύμα, κατέστρεψε και τα δυο παιδιά του – η κόρη του αυτοκτόνησε και ο γιος του δολοφόνησε κάποιον στη φυλακή, κάτι τέτοιο.
Ο James Joyce – η κόρη του μπήκε στο ψυχιατρείο.
Από διάφορους τομείς της τέχνης, ακόμα και στο χώρο της μουσικής: ο ίδιος ο Beethoven κατέστρεψε τον ανιψιό του, τον οδήγησε στην αυτοκτονία.
Νωρίτερα τον απέσπασε βίαια από τη μητέρα του.
Άρα το ερώτημα είναι αν η ανθρώπινη ζωή είναι μια υπέρτατη αξία.
Όταν βάλεις στη ζυγαριά τις εννιά συμφωνίες του Beethoven και τη ζωή αυτού του νέου παιδιού – που αυτοκτόνησε στην εφηβεία του από τον τρόπο που χειρίστηκε τη ζωή του ο Beethoven, τον χώρισε από τη μητέρα του, πήγε σε μια στρατιωτική ακαδημία που δεν ήθελε – αν λοιπόν η ζωή του παιδιού μπορεί να ζυγιστεί με τις εννιά συμφωνίες και να πει κάποιος ‘ναι μεν αλλά’, γιατί έχει δώσει τέτοια έργα, έχει δώσει τέτοια απόλαυση και ψυχική ανάταση σε τόσα εκατομμύρια μέσα σε τόσες εποχές, τότε όχι δεν είναι.
Εγώ πιστεύω πως η ζυγαριά βαραίνει προς την πλευρά της ανθρώπινης ζωής.
Είναι διαφορετικά πράγματα, δε μειώνει κανείς την πνευματική ιδιαιτερότητα, την αξία και το μέγεθος του καλλιτεχνικού έργου αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει – όπως γινόταν μέχρι τώρα – και δεν μπορεί να χώσει κάτω από το χαλί όλα τα υπόλοιπα με μια απλή δικαιολογία του τύπου ‘ναι μεν αλλά’, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο η δημιουργία δικαιολογεί τα πάντα…
Όχι, δεν τα δικαιολογεί.
Βλέπω είμαστε σε καιρούς που πολλές κινήσεις και σκέψεις βάζουν σε διερεύνηση αυτό το ταμπού της πνευματικής εξουσίας.
Και καλώς γίνεται τώρα αυτό.
Μπορούμε πιστεύω να χαρακτηρίσουμε την ταινία ως ‘ταινία δωματίου’ γιατί οι τρεις βασικοί ηθοποιοί ‘παλεύουν’ μέσα σε ένα χώρο, ο καθένας με τους δικούς του τρόπους ώστε να επιβληθεί στον άλλο.
Με τους ηθοποιούς σας – τον Κώστα Αρζόγλου, την Katia Leclerc O’ Wallis και την Aurora Marion – πώς δουλέψατε;
Πετύχατε αυτό που επιθυμούσατε;
Νομίζω είναι μια ταινία που σε μεγάλο βαθμό στέκεται στις ερμηνείες διότι οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι στην καρδιά του έργου αυτού.
Αυτό το συμπεραίνω και από τις κριτικές που λαμβάνω για την ταινία.
Είχα με την Katia και την Aurora μια μακρόχρονη διαδικασία προβών, ξεκινήσαμε να κάνουμε πρόβες ενώ γραφόταν το σενάριο ταυτόχρονα.
Στη συνέχεια ήρθε και ο Κώστας Αρζόγλου που παίζει τον πατέρα και είναι και ο αληθινός πατέρας της Aurora.
Αυτό με μια έννοια, ότι προσέφερε ένα αληθινό βιωματικό βάθος χωρίς να έχει σχέση με αυτό που περιγράφει η ταινία, δεν έχει κάποια σχέση με την πραγματική του ζωή.
Παρόλα αυτά έφερε να βιωματικό βάθος στο ρόλο.
Ύστερα προστέθηκε το τελευταίο μέρος αυτού του πορτρέτου, η Estelle Marion, μια εξαιρετική Βελγίδα ηθοποιός του εθνικού θεάτρου εκεί.
Είναι και η πραγματική μητέρα της Aurora, παίζει και τη μητέρα της στην ταινία.
Κατά κάποιο τρόπο αυτή είναι μια τεχνική όπου η μυθοπλασία ενσωματώνει και βιωματικά στοιχεία, μια τεχνική που ολοένα την βρίσκω πιο ενδιαφέρουσα στον τρόπο δουλειάς.
Επιτρέπει έτσι να είναι κάποιος πιο αληθινός.
Όλο το ζητούμενο είναι αυτό, δηλαδή πόσο αποπνέει αλήθεια ένα πρόσωπο, μια σχέση και όλη η κινηματογραφική αφήγηση.
Ήταν μια δουλειά εξαιρετικής αφοσίωσης και επαγγελματισμού και από τους τέσσερις ηθοποιούς την οποία όλοι απόλαυσαν.
Ταυτόχρονα ήταν και αρκετά επώδυνη γιατί όλη αυτή η προσπάθεια καταβύθισης και διερεύνησης δε γίνεται εύκολα και από την πλευρά των ηθοποιών.
Έχεις όμως την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε μια διαδικασία ουσιαστικά δημιουργική.
Αυτό μετράει στην τελική.
Η ταινία σε μεγάλο βαθμό ενώνει την ίδια στιγμή τον κινηματογράφο με το θέατρο.
Πιστεύετε τελικά πως κινηματογράφος και θέατρο μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς το ένα να θεωρείται ανώτερο ή κατώτερο του άλλου;
Νομίζω είναι δύο διαφορετικές τέχνες οι οποίες ωστόσο έχουν ένα κοινό σημείο.
Είναι κατεξοχήν ανθρωποκεντρικές τέχνες γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη είναι στο επίκεντρο και της μιας και της άλλης.
Βέβαια είναι διαφορετικά είδη με διαφορετικές τεχνικές.
Το θέατρο έχει αυτή την αμεσότητα της σκηνικής παρουσίας και όλη αυτή την διαδρομή που έρχεται από πολύ παλιά και σημαδεύει την τέχνη του θεάτρου μέχρι σήμερα.
Κατά κάποιο τρόπο το θέατρο και η σκηνή πάντα μας θέτει το ερώτημα ‘Από πού ερχόμαστε;’.
Ο κινηματογράφος είναι μια σύγχρονη τέχνη όπου η τεχνολογία παίζει μεγάλο ρόλο και επειδή ακριβώς έχει αυτή τη δυνατότητα καταγραφής της πραγματικότητας φαίνεται να μας θέτει το ερώτημα ‘Πού πηγαίνουμε;’.
Αν το θέατρο λοιπόν μας λέει ‘Από πού ερχόμαστε;’, τότε ο κινηματογράφος μας λέει ‘Πού πηγαίνουμε;’.
Και οι δύο αυτές τέχνες προφανώς με ενδιαφέρουν και για τον τρόπο που μπορείς να δουλέψεις αλλά και για τον τρόπο που μπορείς να αναπτύξεις τις απαντήσεις στα ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Εξάλλου εκτός του κινηματογράφου έχετε κάνει δουλειές και στο θέατρο.
Ναι, ακριβώς.
Και πράγματι μέσα στην ταινία υπάρχουν και οι δύο.
Γιατί πρόκειται για μια διαδικασία προβών και για ένα πασίγνωστο θεατρικό έργο, το Μάκβεθ, πάνω στο οποίο δουλεύουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας.
Παρακολουθούμε επομένως αυτή τη διαδικασία των θεατρικών προβών με ένα κινηματογραφικό όμως τρόπο γιατί η μεταφορά του θεάτρου στον κινηματογράφο προϋποθέτει μια αμιγώς κινηματογραφική γραφή.
Αυτή ήταν και η προσπάθεια, δηλαδή η θεατρική πλευρά της ταινίας να έχει κινηματογραφική αμεσότητα.
Με τη συγκεκριμένη ταινία τι στόχο θέλετε να πετύχετε που δεν το καταφέρατε με προηγούμενη δουλειά σας;
Ίσως ακουστεί λίγο παράδοξο αλλά σε αυτή την ταινία πήρα το ρίσκο του κλασικού, κατά κάποιο τρόπο.
Εννοώ πως είχα κάνει στο παρελθόν δουλειές με αρκετά πειραματικό χαρακτήρα, με αυτοσχεδιασμούς.
Στη ταινία εδώ ήθελα να πειραματιστώ με το κλασικό, ήταν μια προσπάθεια αυστηρότητας στη μορφή και στην αφήγηση.
Ας πούμε ένα εγχείρημα να ξαναδοθεί κινηματογραφικά μια μορφή τραγωδίας με αυτή τη νότα χώρου-χρόνου-δράσης, αυστηρότητα που έχει η τραγωδία σα μορφή.
Αυτό ήταν το εγχείρημα της ταινίας που παρά την κλασική μορφή, φόρμα και αφήγησή της θέλω να ελπίζω πως βάζει σύγχρονα θέματα όπως είναι αυτή η πρόσφατη ανακάλυψη της σκοτεινής πλευράς της τέχνης.
Σας έχει επηρεάσει συγκεκριμένα κάποιο έργο είτε από το θέατρο είτε από τη μουσική είτε από τον κινηματογράφο για τη δημιουργία αυτής της ταινίας;
Τα πάντα θα έλεγα.
Προτιμώ όμως να μην αναφέρω κάτι διότι δεν θέλω να αδικήσω πολλούς σημαντικούς και αγαπημένους σκηνοθέτες και τις ταινίες που έχουν κάνει.
Αλλά έτσι πιστεύω πως λειτουργούν τα πράγματα, κάπως υπόγεια.
Βέβαια η έγνοια μας είναι να μιλήσουμε και να βρούμε τη δική μας φωνή, να κάνουμε κάτι πρωτότυπο, κάτι δικό μας, κάτι αληθινό έχοντας ενσωματώσει μέσα μας πράγματα που μας έχουν σημαδέψει και αγαπήσει – αυτά είναι σίγουρα πολλά και διαφορετικά.
Σαν θεατής θέλω να είμαι αρκετά ανοιχτός.
Και προτιμώ αυτό βέβαια να το πούνε εκείνοι που έχουν απόσταση από την ταινία και όχι εγώ ο ίδιος που είμαι ‘μέσα’ στην ταινία.
Κάτι εκτός της ταινίας τώρα.
Για την κατάσταση του ελληνικού κινηματογράφου σήμερα και για το κοινό των ταινιών τι πιστεύετε;
Θεωρείτε πως όλοι πηγαίνουν να δουν 2-3 μεγάλες παραγωγές ή συμπαραγωγές και αφήνουν τις υπόλοιπες πίσω;
Κοίταξε… Ειλικρινά θέλω να αποφεύγω τη μεμψιμοιρία.
Οι δυσκολίες είναι πολλές.
Κανείς δε μας λέει να κάνουμε ταινίες, κανείς δε μας οφείλει τίποτα.
Πέρα από τις προφανείς δυσκολίες της δημιουργίας ενός κινηματογραφικού έργου, μιας δημιουργίας σύνθετης θα έλεγα, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες.
Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Υπάρχει το πρόβλημα της διανομής, υπάρχουν και προβλήματα που ξεπερνούν το προσωπικό επίπεδο.
Χωρίς να τα αγνοώ, ταυτόχρονα δεν θέλω να με επηρεάζουν ενώ είμαι προσηλωμένος στο κινηματογραφικό μου έργο και στα επόμενα σχέδια.
Και με αυτό τον τρόπο είναι η μοναδική απάντηση που μπορώ να δώσω εγώ.
Δημιουργώντας ταινίες και προσπαθώντας από ταινία σε ταινία να καταθέσω αυτό που θεωρώ πολύτιμο ως συναίσθημα και ως σκέψη – αυτό φροντίζω ώστε να είναι άρτιο.
Και κάτι τελευταίο.
Έχετε κάτι στα σχέδια σας που το έχετε απωθημένο και ανυπομονείτε πολύ να το κάνετε;
Συνήθως είμαι αρκετά επίμονος ώστε να μην έχω απωθημένα.
Δηλαδή κάθε ιδέα που μου έρχεται έντονα και επίμονα μέσα μου θέλω άμεσα να την υλοποιώ, να της δίνω αυτή την διέξοδο.
Άρα δεν μπορώ να πω ότι έχω απωθημένα.
Έχω καινούριες σκέψεις και καινούρια σενάρια πολλά στο μυαλό μου.
Είμαι ήδη τώρα στο μοντάζ της επόμενης ταινίας μου που λέγεται ‘Από Όλους τους Δρόμους του Κόσμου’, μια μουσική ταινία με εξήντα μουσικούς, χορευτές, ηθοποιούς…
Ούτε αυτό είναι τυχαίο γιατί γνωρίζουμε πως έχετε ασχοληθεί και με τη μουσική.
Ναι, ισχύει αυτό.
Πριν ασχοληθώ με τον κινηματογράφο πράγματι υπήρξε μια μεγάλη περίοδος που έγραφα μουσική, στο Παρίσι.
Μια άλλη ζωή, ένας άλλος άνθρωπος θα έλεγα...
Οπότε αυτό είναι ένα σχέδιο τώρα που τώρα είναι σε υλοποίηση και έπονται άλλα.
Και δεν το λέω σαν ανταλλαγή φιλοφρονήσεων αλλά, όσο αισθανόμαστε εμείς οι μεγαλύτεροι ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που συνεχίζουν να παίρνουν την σκυτάλη και ενδιαφέρονται για τον κινηματογράφο έχοντας πάθος για αυτόν, τότε τα πράγματα είναι καλά.
Υπέροχα.
Ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση.
Να είσαι καλά.
Πάνος Μουζάκης