Η επιμονή του να συνεργάζεται με τον προσωπικά απεχθή Joaquin Phoenix, με έκανε να αδιαφορώ για τις ταινίες του, ειδικά από τη στιγμή που το στόρι τους δε μου προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον.
Το The Lost City of Z ήταν η πρώτη φορά που ο James Gray μπήκε στο ραντάρ μου, και φέτος ο Νεοϋορκέζος δημιουργός κάνει το πρώτο του μεγάλο βήμα προς πιο blockbusterικά μονοπάτια με το Ad Astra.
Βρισκόμαστε στο εγγύς μέλλον.
O Roy McBride είναι ένας έμπειρος αστροναύτης, γιος του Clifford McBride, του πιο διάσημου αστροναύτη που έφτασε πρώτος στην άκρη του γαλαξία, ο οποίος θεωρείται εδώ και τρεις δεκαετίες νεκρός, όταν χάθηκε η επαφή με το σκάφος της αποστολής στην οποία συμμετείχε με σκοπό την εύρεση εξωγήινης ζωής.
Μια σειρά κοσμικών εκρήξεων προκαλεί τρομερά προβλήματα στη Γη με τον αριθμό των νεκρών να αυξάνεται ραγδαία.
Ο Roy ενημερώνεται από την υπηρεσία του πως αυτές προέρχονται από τη περιοχή του Ποσειδώνα, και όχι απλά δεν αναμένεται να σταματήσουν αλλά αν δεν γίνει κάτι, θα προκαλέσουν ολική καταστροφή, ενώ το πιο σοκαριστικό για εκείνον είναι πως πιστεύουν ότι πίσω από αυτές τις εκρήξεις ίσως κρύβεται ο πατέρας του!
Υπό άκρα μυστικότητα, ο Roy ξεκινάει το μακρινό ταξίδι για τον Ποσειδώνα, ένα ταξίδι που θα οδηγήσει στα όριά της την ίδια του την ύπαρξη και φιλοσοφία ζωής.
Μπορεί ο κινηματογράφος να είχε να δει μια πραγματικά εξαιρετική διαστημική ταινία αρκετές δεκαετίες, όμως τα τελευταία χρόνια, χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας και τους νέους ταλαντούχους σκηνοθέτες, είχαμε τη τύχη να απολαύσουμε εξαιρετικά δείγματα του είδους.
Αυτό σημαίνει πως το Ad Astra θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να μας εκπλήξει, και δυστυχώς δηλώσεις όπως “η πιο ρεαλιστική απεικόνιση του διαστήματος” δεν αρκούν.
Η βασική πλοκή της ταινίας θα μπορούσε άνετα να χρησιμοποιηθεί σε μια sci-fi περιπέτεια δράσης.
Ο Gray αποφάσισε να αφαιρέσει σχεδόν κάθε ίχνος δράσης (εκτός από μια σκηνή) και να αναπληρώσει το κενό με… αμπελοφιλοσοφίες.
Ας κάνω λίγο πίσω και να αναφερθώ κατ’ αρχάς στην ατμόσφαιρα της ταινίας που χάρη στη μουσική του Max Richter (Mary Queen of Scots) και τη φωτογραφία του Hoyte Van Hoytema (Dunkirk), μας βουτάει σε ένα υποβλητικό ταξίδι στα αστέρια που συνεπαίρνει το θεατή… όχι όμως όπως αντίστοιχες ταινίες του είδους, ονόματα δε λέμε, από Inter αρχίζει σε stellar τελειώνει.
Αυτά τα στοιχεία είναι που ταιριάζουν γάντι στους γενικά αργούς ρυθμούς της κάνοντας, τουλάχιστον το πρώτο μισό της, μία σίγουρα όχι πρωτόγνωρη αλλά τουλάχιστον εντυπωσιακή κινηματογραφική εμπειρία.
Κάπου εκεί μετά τη πρώτη ώρα όμως, και ενώ το ταξίδι του Roy βρίσκεται στη προτελευταία στάση του και κάποια γεγονότα μας προετοιμάζουν για μια πιο δυναμική συνέχεια, το Ad Astra εκπλήσσει αρνητικά, σβήνοντας τις μηχανές και αρχίζοντας να φιλοσοφεί με απανωτούς, σχεδόν αφόρητους μονολόγους on και off-screen για τον άνθρωπο, την οικογένεια, τη μοναξιά, τη σχέση πατέρα και γιου, το σύμπαν και το καθήκον.
Όλη η δεύτερη ώρα της ταινίας πρακτικά έχει μονάχα δύο plot points και όλος ο υπόλοιπος χρόνος γεμίζει με κοντινά πλάνα στον πρωταγωνιστή και voice-overs φιλοσοφιών των οπίσθιων.
Δοθείσης ευκαιρίας, η ερμηνεία του Brad Pitt είναι σίγουρα ικανοποιητική αλλά με εξαίρεση μία-δύο σκηνές που πραγματικά βγάζει το ταλέντο του, σε όλο το υπόλοιπο φιλμ απλά περιφέρεται αμίλητος, με κάτι αναφορές για τη καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του να είναι αστείες, ειδικά λίγους μήνες μετά τη παρουσία του στο Once Upon a Time in Hollywood.
Από το Ad Astra δεν είχα μεγάλες προσδοκίες, κατ’ αρχάς γιατί δεν ήξερα τι να περιμένω από τον James Gray, κατά δεύτερον γιατί το trailer ήταν πολύ αόριστο σίγουρα όχι κάτι που μπορεί να ενθουσιάσει και κατά τρίτο γιατί ο ανταγωνισμός είναι μικρός σε αριθμό αλλά παντοδύναμος.
Και όπως αποδείχτηκε, δεν έπεσα έξω με τη ταινία να ξεκινάει πολλά υποσχόμενη αλλά στη συνέχεια να χάνεται στ’ αστέρια.
Τίμια προσπάθεια αλλά μέχρι εκεί.
Στους κινηματογράφους από 19 Σεπτεμβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής