Ένας ηλικιωμένος δημόσιος υπάλληλος έρχεται αντιμέτωπος με δραματικές ανατροπές στη ζωή του, όταν ο καρκίνος τον αναγκάζει να επαναπροσδιορίσει τις αξίες του, σε ένα μάλλον παραγκωνισμένο πλην σπουδαίο φιλμ του Ακίρα Κουροσάβα.
Δύο χρόνια μετά τον Χρυσό Λέοντα στην Βενετία για το αριστουργηματικό «Ρασομόν» (η ταινία που τον έκανε γνωστό στην Δύση), ο σπουδαιότερος Ιάπωνας δημιουργός υπογράφει την αγαπημένη του (σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου) και μία από τις πιο συγκινητικές ταινίες της φιλμογραφίας του.
Αφήνοντας τον ιαπωνικό μεσαίωνα και τις διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας του «Ρασομόν», πηγαίνει στο μεταπολεμικό Τόκιο και την τραγική ιστορία ενός μελλοθάνατου.
Ο ηλικιωμένος «ήρωας» έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του απορροφημένος από τη δουλειά του ως δημόσιος υπάλληλος.
Αποκομμένος από κάθε είδους διασκέδαση και αποξενωμένος από το οικογενειακό του περιβάλλον, αδιαφορεί για τον εαυτό του, μέχρι που όλα ανατρέπονται όταν μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο του στομάχου.
Με έξι μήνες ζωής να του απομένουν, εγκαταλείπει την δουλειά του για μία μοναχική περιπλάνηση, με σκοπό να γευτεί όσες περισσότερες απολαύσεις μπορεί.
Σύντομα ωστόσο συνειδητοποιεί τις πραγματικές αξίες της ζωής και ξεκινά μία απέλπιδα προσπάθεια να ζήσει -έστω και την ύστατη στιγμή- αληθινά, αποφασίζοντας να προσφέρει κοινωνικό έργο με την δημιουργία ενός πάρκου σε μία χωματερή.
Επηρεασμένος από τη νουβέλα του Λέοντα Τολστόι «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», ο Ιάπωνας δημιουργός στοχάζεται πάνω στον υπαρξιακό φόβο του θανάτου, την ψευδαίσθηση της αθανασίας και την πλάνη του χρόνου, σχολιάζοντας παράλληλα την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ιαπωνίας.
Με εμφανή ειρωνική διάθεση, καυτηριάζει την αδιαφορία της πολιτείας που εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των ισχυρών και αγνοεί τα λαϊκά στρώματα, δυσλειτουργώντας υπό τους κανόνες του «τέρατος της γραφειοκρατίας» με τους απρόθυμους υπαλλήλους να αφομοιώνονται στην άχαρη εργασιακή ρουτίνα, σαν γρανάζια μιας απρόσωπης κρατικής μηχανής.
Συνδυάζοντας δεξιοτεχνικά την ατμόσφαιρα του γερμανικού εξπρεσιονισμού με την νεορεαλιστική κινηματογραφική λιτότητα, σκηνοθετεί υποβλητικά, επιλέγοντας χαμηλούς δραματουργικούς τόνους, προκειμένου να συνθέσει το τραγικό πορτρέτο ενός μελλοθάνατου.
Μέσα από μία βραδυφλεγή, μη γραμμική αφηγηματική πορεία, το τραυματικό παρελθόν συναντά το οδυνηρό παρόν σε έναν πικρό απολογισμό ζωής.
Ένα υπαρξιακό οδοιπορικό γεμάτο δυσβάσταχτες αλήθειες και επώδυνα συναισθήματα που αποτυπώνονται στο απελπισμένο βλέμμα του συγκλονιστικού πρωταγωνιστή (ο Τακάσι Σιμούρα σε μία σπουδαία ερμηνεία) την ώρα που κοιτάζοντας κατάματα τον θάνατο καταλαβαίνει ότι δεν του απομένει πια χρόνος...
Τότε είναι η στιγμή που οδηγείται στην κάθαρση, βρίσκοντας για πρώτη φορά ένα αληθινό νόημα στη ζωή.
Μία απελευθερωτική και συνάμα οδυνηρή λύτρωση, την οποία ο ουμανιστής Κουροσάβα καταθέτει με βαθιά ενσυναίσθηση σε ένα σπαραξικάρδιο φινάλε (οι συγκλονιστικές σκηνές στο πάρκο), έχοντας προηγουμένως σοφά φροντίσει να την συμπυκνώσει με περίσσια κινηματογραφική ευφυΐα σε μία από τις πιο αφοπλιστικές και κορυφαίες σκηνές του φιλμ.
Λίγο πριν το τέλος, όταν ο «ήρωας» ερωτάται από έναν συνάδελφό του αν έχει αγανακτήσει με την σκληρή αδιαφορία του κόσμου, εκείνος απαντά:
«...Όχι, δεν έχω αγανακτήσει... Δεν έχω την πολυτέλεια να μισώ τους ανθρώπους... Δεν έχω χρόνο...»
Στους κινηματογράφους από 12 Σεπτεμβρίου.
Γιάννης Αποστολίδης