Η πρώτη και μοναδική μου μέχρι σήμερα επαφή με το έργο της Céline Sciamma ήταν μια τυχαία προβολή του Tomboy, που μέχρι ενός σημείου με εντυπωσίασε με τον τρόπο που διαχειρίστηκε το πολύ ευαίσθητο θέμα του, όμως το άχαρο φινάλε του αποδυνάμωσε το τελικό αποτέλεσμα.
Το Bande de Filles δεν έτυχε να πέσει στα χέρια μου ή μάλλον στα μάτια μου, μέχρι που φέτος το όνομα της Γαλλίδας δημιουργού γιγαντώθηκε ξαφνικά με τη νέα της ταινία να αποθεώνεται στις Κάννες (κακό σημάδι) όπου κέρδισε το βραβείο καλύτερου σεναρίου και το Queer Palm.
Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της παγκόσμιας διανομής του, το Portrait de la Jeune Fille en Feu έφτασε και στα μέρη μας για να δούμε αν πραγματικά άξιζε η φασαρία.
Βρετάνη 18ος αιώνας.
Μια ζωγράφος, η Marianne φτάνει σε ένα απομονωμένο νησί όπου βρίσκεται η έπαυλη μιας Κοντέσας, για να ζωγραφίσει το πορτραίτο της κόρης της, Héloïse.
Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι πνιγηρή, παρότι ετοιμάζονται για γάμο.
Η αδερφή της Héloïse αυτοκτόνησε πέφτοντας από το γκρεμό ενώ ετοιμαζόταν για το δικό της γάμο, με την Κοντέσα να προσπαθεί να διορθώσει αυτή τη “παραφωνία” τάζοντας την Héloïse.
H νεαρή κοπέλα αρνείται πεισματικά να ποζάρει, με τη μητέρα της να καλεί την Marianne κρυφά, ζητώντας την να μην αποκαλύψει την ιδιότητά της στην Héloïse.
Η πρώτη συνάντηση των δύο γυναικών είναι παγωμένη, με την Κοντεσίνα να γνωρίζει την Marianne ως συνοδό της στους περιπάτους και να την αγνοεί.
Η ζωγράφος έχει το δύσκολο έργο να παρατηρεί τη παραμικρή λεπτομέρεια της νεαρής γυναίκας ώστε να μπορέσει να τη ζωγραφίσει από μνήμης, κάτι που την κάνει να έχει συνεχώς καρφωμένο το βλέμμα της πάνω της.
Οι προσπάθειες για να τη γνωρίσει σιγά-σιγά βρίσκουν ανταπόκριση, με τη σχέση των δύο γυναικών να φουντώνει.
Η νατουραλιστική κινηματογράφηση της Sciamma είναι απλά μαγική.
Η φωτογραφία της Claire Mathon κόβει κυριολεκτικά την ανάσα χωρίς να γίνεται σε κανένα σημείο “τουριστική” παρότι έχει τα κατάλληλα τοπία, σεμιναριακό καδράρισμα που αποθεώνει τις φιγούρες και κυρίως τα βλέμματα, τα μάτια των δύο πρωταγωνιστριών που “καρφώνουν” η μια την άλλη, λέγοντας πολλά περισσότερο απ’ όσα θα μπορούσε να πει οποιοσδήποτε διάλογος.
Ακόμα και οι φωτισμοί, στοιχείο που συνήθως δεν παρατηρεί ο μέσος θεατής, βάζουν το λιθαράκι τους για να απολαύσουμε ένα από τα πιο όμορφα γυρισμένα φιλμ των τελευταίων ετών.
Κάπου εδώ όμως, με μεγάλη μου λύπη πρέπει να παραδεχτώ πως όλα αυτά καταλήγουν απλό… περιτύλιγμα, γιατί η ιστορία, παρότι σεναριακά καλογραμμένη, είναι προβλέψιμη, χωρίς κορυφώσεις και χωρίς πολλά plot points που να τραβούν το κάρο, η ταινία, με μεγάλη λύπη πρέπει να πω πως γίνεται συχνά βαρετή.
Το διαπεραστικό βλέμμα της Noémie Merlant (Καρδιοκατακτητής) σε σαγηνεύει μία, δύο, τρεις φορές, οι σκηνές όπου τη παρακολουθούμε να ζωγραφίζει την Adèle Haenel (Το Πρόβλημά μου Είσαι Εσύ!) πινελιά-πινελιά προσφέρουν καλλιτεχνική απόλαυση άλλες τόσες, όμως πόσο μπορεί να περιμένει και αυτός ο έρμος ο θεατής για κάτι που είναι ολοφάνερο πως θα συμβεί και όταν τελικά συμβαίνει, στερείται της απαραίτητης έντασης, δυναμικής αλλά και συνεπειών.
Δυστυχώς το Portrait de la Jeune Fille en Feu όσο όμορφο, όσο καλογυρισμένο κι αν είναι, άλλο τόσο γρήγορα λησμονιέται ως ουσιαστικά κούφιο και ανούσιο.
Σίγουρα αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αλλά εξίσου σίγουρα δεν είναι και το αριστούργημα που ίσως περιμένατε.
Στους κινηματογράφους από 10 Οκτωβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής