Ο σκηνοθέτης Eckhart Schmidt ήταν καλεσμένος του 60ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στο τμήμα του ‘Round Midnight’ πρόβαλε την καλτ ταινία τρόμου «The Fan», μια ταινία που είχε προκαλέσει στην εποχή της.
Ο Schmidt γύρισε την ταινία το 1982, η οποία σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία ανά τον κόσμο και με το πέρασμα του καιρού απέκτησε καλτ διαστάσεις.
Είδα την ταινία το βράδυ της Κυριακής και την επόμενη μέρα γνώρισα και συνάντησα τον ασυμβίβαστο δημιουργό της στο λιμάνι για μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που θα θυμάμαι για καιρό.
Η συνέντευξη έγινε την Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019.
Γνώριζα το «The Fan» αλλά δεν το είχα δει ποτέ μου και χάρηκα πολύ που είχα την ευκαιρία να το δω πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία σας διαθέτει στο πρώτο μέρος δυνατή αφήγηση. Ήταν αρκετά γενναία η επιλογή σας να μην χρησιμοποιήσετε καθόλου διάλογο. Αυτό λειτουργεί απόλυτα. Επίσης, παρατήρησα πως έχετε δώσει αρκετή έμφαση στους ήχους και πως σας αρέσει πολύ η μουσική. Πώς λειτουργεί σε εσάς η μουσική;
Η μουσική είναι πολύ σημαντική για εμένα και τη ζωή μου επειδή ασχολούμαι κατά μια έννοια με αυτή σε όλη μου τη ζωή.
Τα ακούσματα μου ξεκίνησαν με jazz και rock n’ roll, μετά ήρθαν οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Beach Boys. Ακολούθησαν οι υπόλοιποι.
Μου άρεσαν πολύ μπάντες από την punk και new wave σκηνή.
Ήρθαν οι Siouxsie and the Banshees, οι XTC, οι Wire, ο David Byrne και οι Talking Heads, οι Devo και πάρα πολλοί ακόμα.
Όλο αυτό το σκηνικό ήταν πολύ σημαντικό για μένα.
Όλοι αυτοί οι μουσικοί ήταν πολύ μορφωμένοι.
Τους συνάντησα όλους τους και τους πήρα συνέντευξη, πέρασα το χρόνο μου μαζί τους και δειπνήσαμε μαζί.
Πήγαμε σε διάφορα κλαμπ, τους έμαθα με τον καιρό καλύτερα.
Αρκετοί από αυτούς πήγαιναν σε σχολές που μάθαιναν κάποια τέχνη και μπορώ να πω ότι ήταν γενικά πολύ έξυπνοι.
Εκείνη την περίοδο γινόντουσαν πολλές αλλαγές στα πάντα.
Μπάντες σαν τους Devo βλέπανε αυτές τις αλλαγές στον κόσμο και τις περνούσαν μέσα από τη μουσική τους και τις συναυλίες τους.
Και φυσικά υπήρξε το Γερμανικό Νέο Κύμα (Neue Deutsche Welle) στη μουσική.
Μια διάσημη μπάντα της electropunk μουσικής, η Deutsch Amerikanische Freundschaft – η αλλιώς γνωστοί ως D.A.F. – , συνεργάστηκε μαζί μου στην ταινία «The Gold of Love».
Στο «The Fan» έγραψαν τη μουσική οι Rheingold.
Μπορώ να πω ότι η μουσική ανέκαθεν υπήρξε σημαντική για μένα.
Ακόμα και οι πιο πρόσφατες ταινίες μου έχουν σαφή επιρροή από το χώρο της μουσικής, ακόμα και από νέα είδη μουσικής όπως η ραπ και η ρεγκετόν.
Η μουσική είναι σημαντική.
Θα έλεγα πως στην ταινία σας βλέπουμε έναν παράξενο συνδυασμό των κινηματογραφικών ειδών. Ξεκινάει σαν μια ρομαντική ταινία ενηλικίωσης και μετά ξαφνικά μετατρέπεται σε μια ταινία τρόμου, η οποία διαθέτει τα κωμικά της στοιχεία ανά διαστήματα. Αυτός ο συνδυασμός ήταν στα αρχικά σας σχέδια;
Δεν θα έλεγα πως βλέπω ένα συνδυασμό, βλέπω ολόκληρη την ιστορία που αρχίζει βασικά στην ίδια κατεύθυνση. Η Σιμόνε είναι επιθετική από την αρχή.
Έχει ένα όνειρο που αν δεν πραγματοποιηθεί, θα βγει εκτός εαυτού.
Την βλέπουμε να επιτίθεται στον ταχυδρόμο, προκαλεί αργότερα φασαρία στο ταχυδρομείο, ήδη έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που βλέπουμε την συμπεριφορά της.
Έτσι, από το set-up μπορούμε να δούμε όλα τα στοιχεία της ταινίας που κάνουν εμφάνιση στη συνέχεια. Το κύριο κίνητρό της είναι ο έρωτας.
Αυτός ο άντρας, ευτυχώς για εκείνη, την πλησιάζει και έρχονται πολύ κοντά.
Αυτή καταλαβαίνει μετά πως πρόκειται να την εγκαταλείψει.
Την πήδηξε και πρόκειται να την εγκαταλείψει. Εκείνη δεν μπορεί να το συνειδητοποιήσει.
Έχουμε ήδη παρακολουθήσει σε προηγούμενες σκηνές όλο το στοιχείο της επιθετικότητας μέσα της.
Πιστεύω πως είναι απλώς μια συνέπεια από την αρχή.
Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στο σχολείο και στο ταχυδρομείο το υπογραμμίζουν αυτό.
Αυτός είναι ο τρόπος της γενικά, είναι η συμπεριφορά της.
Είναι η ίδια ιστορία βασικά, δεν θα έλεγα πως χωρίζεται σε δύο μέρη.
Είναι μια μικρή ιστορία στην αρχή και στη συνέχεια παίρνει διαστάσεις.
Ποιες υπήρξαν οι βασικές επιρροές στο έργο σας ως εκείνη τη στιγμή που γυρίσατε αυτή την ταινία;
Βασική επιρροή μου υπήρξε ο Γάλλος σκηνοθέτης Jean-Pierre Melville, τον οποίο και έχω συναντήσει προσωπικά.
Μου άρεσαν πολύ οι ταινίες του επειδή με καθήλωναν οι εικόνες του, δούλευε σε μεγάλο βαθμό κάθε του πλάνο και κάθε του λήψη.
Επίσης, θαύμαζα και τον Yasujiro Ozu, έναν σπουδαίο Γιαπωνέζο σκηνοθέτη.
Με επηρέασε να κάνω ο ίδιος τη διεύθυνση φωτογραφίας.
Στις ταινίες μου κάνω εγώ τη φωτογραφία, δεν έχω κάποιον κάμεραμαν.
Δεν έχω πάντα το δικό μου όνομα στους τίτλους αλλά στην πραγματικότητα είμαι εγώ.
Χρησιμοποιώ καμιά φορά ψευδώνυμο. Έτσι, οτιδήποτε αφορά την εικόνα μιας ταινίας μου, ευθύνομαι εγώ.
Το ίδιο συμβαίνει και με το μοντάζ. Στην ουσία έχω τον πλήρη έλεγχο όλων.
Στη ζωή μου δεν έχω κάνει κανέναν συμβιβασμό! Κάνω πάντα αυτό που θέλω…
Αλλιώς δεν το κάνω καθόλου.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με την πρωταγωνίστρια της ταινίας;
Εννοείς τη Désirée Nosbusch; Ήταν πολύ καλή η συνεργασία μου μαζί της γιατί διέθετε όλη αυτή την ένταση μιας δυναμικής γυναίκας.
Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία τρόμου. Ήθελα να κάνω μια ιστορία αγάπης, μια καινοτόμο ιστορία αγάπης, μια ακραία ιστορία αγάπης.
Η Désirée μπορούσε να ερμηνεύσει με πάθος αλλά και να δείξει πως έχει σκληρή πλευρά στον χαρακτήρα της όταν τον σκοτώνει και τον τρώει.
Μπορούσε να κλάψει, είχε με λίγα λόγια δύο πλευρές στον χαρακτήρα της.
Σκότωσε εξαιτίας του έρωτα, τον έφαγε εξαιτίας του έρωτα και τον φέρνει ξανά πίσω στη ζωή όταν εκείνη είναι έγκυος στο τέλος της ταινίας.
Ήμουν πολύ τυχερός που είχα εκείνη για τον ρόλο της Σιμόνε.
Όμως, μετά την ταινία είχαμε κάποια διαμάχη.
Ήθελε να κοπούν δύο σκηνές με γυμνό από την ταινία και να μην χρησιμοποιηθούν ως προωθητικό υλικό σε φωτογραφίες.
Όπως σου είπα και προηγουμένως, δε συμβιβάζομαι ποτέ… οπότε δεν υπέκυψα και δεν το έκανα.
Ύστερα, πήγαμε στα δικαστήρια. Εκείνη περίμενε να νικήσει αλλά δεν τα κατάφερε.
Βλέπεις, έκανα ένα storyboard για κάθε σκηνή του έργου και ο δικαστής της είπε: «Αυτό έλεγε το storyboard και με αυτό συμφώνησες!».
Δεν έκανα τίποτα παραπάνω από το να κινηματογραφήσω αυτό που είχα σχεδιάσει.
Έτσι, έχασε τη δίκη. Αισθάνθηκα άσχημα γι’ αυτό, σήμερα βέβαια είμαστε ξανά φίλοι.
Αισθάνθηκα άσχημα επειδή ήθελα να συνεχίσω την συνεργασία μας, πιστεύω πως ήταν η ηθοποιός της ζωής μου!
Είναι πράγματι πολύ καλή, έχει πάθος, έχει άνεση, έχει τα πάντα.
Πόσων χρονών ήταν στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Ήταν 17 χρονών. Ήταν δηλαδή ανήλικη. Γι’ αυτό το λόγο ο μάνατζερ της επέμενε να υπογράψει συμβόλαιο.
Θέλω να ρωτήσω κάτι εκτός ταινίας. Τι πιστεύετε για τον σύγχρονο γερμανικό κινηματογράφο; Το κοινό στη Γερμανία παρακολουθεί τις νέες ταινίες;
Δεν θα έλεγα πως βλέπω ένα συνδυασμό, βλέπω ολόκληρη την ιστορία που αρχίζει βασικά στην ίδια κατεύθυνση. Η Σιμόνε είναι επιθετική από την αρχή.
Έχει ένα όνειρο που αν δεν πραγματοποιηθεί, θα βγει εκτός εαυτού.
Την βλέπουμε να επιτίθεται στον ταχυδρόμο, προκαλεί αργότερα φασαρία στο ταχυδρομείο, ήδη έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που βλέπουμε την συμπεριφορά της.
Έτσι, από το set-up μπορούμε να δούμε όλα τα στοιχεία της ταινίας που κάνουν εμφάνιση στη συνέχεια. Το κύριο κίνητρό της είναι ο έρωτας.
Αυτός ο άντρας, ευτυχώς για εκείνη, την πλησιάζει και έρχονται πολύ κοντά.
Αυτή καταλαβαίνει μετά πως πρόκειται να την εγκαταλείψει.
Την πήδηξε και πρόκειται να την εγκαταλείψει. Εκείνη δεν μπορεί να το συνειδητοποιήσει.
Έχουμε ήδη παρακολουθήσει σε προηγούμενες σκηνές όλο το στοιχείο της επιθετικότητας μέσα της.
Πιστεύω πως είναι απλώς μια συνέπεια από την αρχή.
Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στο σχολείο και στο ταχυδρομείο το υπογραμμίζουν αυτό.
Αυτός είναι ο τρόπος της γενικά, είναι η συμπεριφορά της.
Είναι η ίδια ιστορία βασικά, δεν θα έλεγα πως χωρίζεται σε δύο μέρη.
Είναι μια μικρή ιστορία στην αρχή και στη συνέχεια παίρνει διαστάσεις.
Ποιες υπήρξαν οι βασικές επιρροές στο έργο σας ως εκείνη τη στιγμή που γυρίσατε αυτή την ταινία;
Βασική επιρροή μου υπήρξε ο Γάλλος σκηνοθέτης Jean-Pierre Melville, τον οποίο και έχω συναντήσει προσωπικά.
Μου άρεσαν πολύ οι ταινίες του επειδή με καθήλωναν οι εικόνες του, δούλευε σε μεγάλο βαθμό κάθε του πλάνο και κάθε του λήψη.
Επίσης, θαύμαζα και τον Yasujiro Ozu, έναν σπουδαίο Γιαπωνέζο σκηνοθέτη.
Με επηρέασε να κάνω ο ίδιος τη διεύθυνση φωτογραφίας.
Στις ταινίες μου κάνω εγώ τη φωτογραφία, δεν έχω κάποιον κάμεραμαν.
Δεν έχω πάντα το δικό μου όνομα στους τίτλους αλλά στην πραγματικότητα είμαι εγώ.
Χρησιμοποιώ καμιά φορά ψευδώνυμο. Έτσι, οτιδήποτε αφορά την εικόνα μιας ταινίας μου, ευθύνομαι εγώ.
Το ίδιο συμβαίνει και με το μοντάζ. Στην ουσία έχω τον πλήρη έλεγχο όλων.
Στη ζωή μου δεν έχω κάνει κανέναν συμβιβασμό! Κάνω πάντα αυτό που θέλω…
Αλλιώς δεν το κάνω καθόλου.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με την πρωταγωνίστρια της ταινίας;
Εννοείς τη Désirée Nosbusch; Ήταν πολύ καλή η συνεργασία μου μαζί της γιατί διέθετε όλη αυτή την ένταση μιας δυναμικής γυναίκας.
Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία τρόμου. Ήθελα να κάνω μια ιστορία αγάπης, μια καινοτόμο ιστορία αγάπης, μια ακραία ιστορία αγάπης.
Η Désirée μπορούσε να ερμηνεύσει με πάθος αλλά και να δείξει πως έχει σκληρή πλευρά στον χαρακτήρα της όταν τον σκοτώνει και τον τρώει.
Μπορούσε να κλάψει, είχε με λίγα λόγια δύο πλευρές στον χαρακτήρα της.
Σκότωσε εξαιτίας του έρωτα, τον έφαγε εξαιτίας του έρωτα και τον φέρνει ξανά πίσω στη ζωή όταν εκείνη είναι έγκυος στο τέλος της ταινίας.
Ήμουν πολύ τυχερός που είχα εκείνη για τον ρόλο της Σιμόνε.
Όμως, μετά την ταινία είχαμε κάποια διαμάχη.
Ήθελε να κοπούν δύο σκηνές με γυμνό από την ταινία και να μην χρησιμοποιηθούν ως προωθητικό υλικό σε φωτογραφίες.
Όπως σου είπα και προηγουμένως, δε συμβιβάζομαι ποτέ… οπότε δεν υπέκυψα και δεν το έκανα.
Ύστερα, πήγαμε στα δικαστήρια. Εκείνη περίμενε να νικήσει αλλά δεν τα κατάφερε.
Βλέπεις, έκανα ένα storyboard για κάθε σκηνή του έργου και ο δικαστής της είπε: «Αυτό έλεγε το storyboard και με αυτό συμφώνησες!».
Δεν έκανα τίποτα παραπάνω από το να κινηματογραφήσω αυτό που είχα σχεδιάσει.
Έτσι, έχασε τη δίκη. Αισθάνθηκα άσχημα γι’ αυτό, σήμερα βέβαια είμαστε ξανά φίλοι.
Αισθάνθηκα άσχημα επειδή ήθελα να συνεχίσω την συνεργασία μας, πιστεύω πως ήταν η ηθοποιός της ζωής μου!
Είναι πράγματι πολύ καλή, έχει πάθος, έχει άνεση, έχει τα πάντα.
Πόσων χρονών ήταν στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Ήταν 17 χρονών. Ήταν δηλαδή ανήλικη. Γι’ αυτό το λόγο ο μάνατζερ της επέμενε να υπογράψει συμβόλαιο.
Θέλω να ρωτήσω κάτι εκτός ταινίας. Τι πιστεύετε για τον σύγχρονο γερμανικό κινηματογράφο; Το κοινό στη Γερμανία παρακολουθεί τις νέες ταινίες;
Ο γερμανικός κινηματογράφος έχει πεθάνει.
Είναι νεκρός εκτός από μερικές ελάχιστες περιπτώσεις σε κάθε χρονιά, μιλάω για 2-3 ταινίες το πολύ.
Πέρσι στη Γερμανία υπήρχε μια ταινία που σκηνοθέτησε μια ηθοποιός και ήταν πολύ καλή.
Μια άλλη που ονομάζεται «The Perfect Secret», σκηνοθετημένη από έναν Τούρκο δημιουργό που εργάζεται στη Γερμανία, πήγε εξίσου καλά.
Ωστόσο, θα διαπιστώσεις πως δεν υπάρχουν πια γερμανικές ταινίες στα διεθνή φεστιβάλ.
Η μεγάλη και σπουδαία περίοδος του γερμανικού κινηματογράφου νομίζω έχει περάσει. Δεν υπάρχει πια ο Rainer Werner Fassbinder, ούτε ο Werner Schroeter.
Οι νέες γενιές στρέφονται προς την τηλεόραση και σε διάφορα άλλα υποκατάστατα του κινηματογράφου.
Έτσι, η τηλεόραση τους λέει τι να κάνουν… αλλιώς δεν σου δίνουν τα χρήματα.
Δεν μπορείς να πεις μια ακραία ιστορία, δεν θα σου δώσουν τα λεφτά.
Αυτό καταντάει παράλογο και βαρετό.
Σίγουρα είναι λυπηρό.
Φυσικά και είναι λυπηρό.
Φέτος έκανα τρεις μεσαίου μήκους ταινίες και μια μεγάλου μήκους επειδή τις χρηματοδότησα εγώ, ειδάλλως δεν θα μπορούσα ποτέ να τις κάνω.
Πούλησα ένα διαμέρισμα και βρήκα λεφτά για να κάνω τις ταινίες μου.
Ένα από τα προβλήματα στην Ελλάδα είναι η διανομή των ταινιών. Αυτό πιστεύω πως επηρεάζει με έναν τρόπο τους νέους δημιουργούς ώστε να μην είναι ενεργοί. Πιστεύετε πως στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με εδώ;
Ένα από τα προβλήματα στην Ελλάδα είναι η διανομή των ταινιών. Αυτό πιστεύω πως επηρεάζει με έναν τρόπο τους νέους δημιουργούς ώστε να μην είναι ενεργοί. Πιστεύετε πως στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με εδώ;
Στην Γερμανία παράγονται το χρόνο περίπου 230 ταινίες.
Στις αίθουσες φτάνουν μόνο οι 30 από αυτές.
Και από αυτές τις 30 μόνο οι 10 έχουν κέρδη… και τίποτα άλλο.
Σχεδόν αποκλειστικά χρηματοδοτημένες από την τηλεόραση, οι περισσότερες είναι τόσο κακές που ούτε η τηλεόραση τις προβάλλει!
Δίνει απλώς τα χρήματα και δεν ασχολείται ξανά.
Αυτή είναι η κατάσταση, κάθε χρόνο. Υπάρχει παντού ο συμβιβασμός.
Οι νέοι άνθρωποι δεν πάνε στον κινηματογράφο, προτιμούν να βλέπουν τηλεόραση γιατί θεωρούν πως έχει περισσότερο ενδιαφέρον από το να πηγαίνεις σινεμά.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα, δεν αποτελεί καθόλου ανεξάρτητο πνεύμα.
Στη ζωή σου πρέπει να είσαι ανεξάρτητος, να είσαι ακραίος, να διηγείσαι διαφορετικές και ασυνήθιστες ιστορίες.
Αν μπορείς να το δεις στην τηλεόραση, γιατί να πας στο σινεμά;
Δες τηλεόραση καλύτερα.
Οι άνθρωποι πηγαίνουν να δουν τα μεγάλα blockbusters στο σινεμά γιατί δεν μπορούν να τα δουν στην τηλεόραση.
Η ταινία που ανέφερα πριν, το «The Perfect Secret», έκανε σε μια εβδομάδα μόλις ένα εκατομμύριο εισιτήρια.
Επειδή διαφέρει από άλλες.
Αυτός ο σκηνοθέτης το πέτυχε, η ταινία είναι πολύ καλή.
Αν η ταινία σου διαφέρει, τότε θα λειτουργήσει σωστά.
Δεν πρέπει να κάνεις ποτέ μια βαρετή ταινία.
Πιστεύετε πως θα μπορούσατε να κάνετε μια ταινία σαν το «The Fan» ξανά σήμερα;
Πιστεύετε πως θα μπορούσατε να κάνετε μια ταινία σαν το «The Fan» ξανά σήμερα;
Πιστεύω πως οι καιροί μας και η ελευθερία να κάνουμε κάτι σαν και αυτό ήταν στη δεκαετία του ’80.
Ύστερα από εκεί, η ελευθερία αυτή άλλαξε διαστάσεις.
Οι ταινίες που κάνω σήμερα είναι επίσης πολύ ακραίες.
Είναι για την αγορά blu-ray, για τα φεστιβάλ και ορισμένες φορές για art-house κινηματογράφους.
Διηγούμαι ακραίες ιστορίες όσο κανείς άλλος στη Γερμανία σήμερα.
Το καταφέρνω επειδή χρηματοδοτώ ο ίδιος τα σχέδια μου, δεν θέλω λεφτά από κάποιον άλλο.
Είμαι ανεξάρτητος. Άλλοι πάλι προτιμούν να μην ρισκάρουν τόσο και απευθύνονται σε κρατικούς φορείς και στο τέλος αναγκάζονται να συμβιβαστούν.
Πόσο βαρετό φαίνεται αυτό!
Το «The Fan» μου θύμισε μερικά στοιχεία που μοιράζεται με την ταινία «Audition» του Takashi Miike. Είναι γιαπωνέζικης παραγωγής και γυρίστηκε το 1999. Την έχετε δει;
Το «The Fan» μου θύμισε μερικά στοιχεία που μοιράζεται με την ταινία «Audition» του Takashi Miike. Είναι γιαπωνέζικης παραγωγής και γυρίστηκε το 1999. Την έχετε δει;
Νομίζω πως όχι.
Πρέπει να σου πω ότι το «The Fan» υπήρξε επιτυχία στην Ιαπωνία.
Το λάτρεψαν. Ίσως αυτός ο σκηνοθέτης να το είδε τότε!
Πάνος Μουζάκης