Ο δανεισμένος τίτλος που επέλεξε είναι ίσως το μεγαλύτερο σφάλμα του πρωτοεμφανιζόμενου Ladj Ly, όχι γιατί δεν είναι ταιριαστός, κάθε άλλο, αλλά γιατί δυστυχώς θα αποτρέψει αρκετούς, παραλίγο κι εμένα, από το να απολαύσουν ίσως τη καλύτερη ταινία της χρονιάς.
Ο Stéphane (Damien Bonnard, Το Πρόβλημα μου Είσαι Εσύ!) είναι ένας αστυνομικός από την επαρχία που μόλις μετατέθηκε σε ένα αστυνομικό τμήμα του Παρισιού, το οποίο είναι υπεύθυνο για μια φτωχή περιοχή κατοικημένη σχεδόν αποκλειστικά από μετανάστες.
Ο επαρχιώτης Stéphane δε μασάει από τα καψόνια των νέων του συναδέλφων, όμως από τη πρώτη τους κιόλας βάρδια αντιλαμβάνεται πως αυτοί δεν περιορίζονται στους νόμιμους τρόπους δράσης και ενεργούν σχεδόν κράτος εν κράτει.
Μια κλοπή από ένα παιδί ξεκινάει ένα ντόμινο που οδηγεί τη κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
Η ταινία εμπνέεται από τα άνευ προηγουμένου επεισόδια του 2005 στη Γαλλία, και πατώντας σε αυτά μας παρουσιάζει τα επακόλουθα αυτών δεκαπέντε χρόνια μετά και κυρίως, το πόσο εύκολο είναι να επαναληφθούν.
Το Les Misérables παρουσιάζει με σχεδόν αφόρητο ρεαλισμό τη κατάσταση που επικρατεί στις γκετοποιημένες περιοχές των μεγάλων πόλεων.
Κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει μια κοινωνική ομάδα, τα πάμφτωχα παιδιά μεταναστών που παίζουν στις ρημαγμένες αλάνες με ότι βρουν, νοιώθοντας την απόρριψη της κοινωνίας κάθε μέρα, οι μικροί ή μεγαλύτεροι κακοποιοί που ελέγχουν τις γειτονιές και έχουν πάρε-δώσε με την αστυνομία, οι θρησκευτικοί άρχοντες που χρησιμοποιούν την επιρροή τους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Και φυσικά η αστυνομία, ο λευκός “Εγώ είμαι ο Νόμος” μπάτσος, ο Γαλλο-Αφρικανός αστυνομικός που ακολουθεί τα παράτυπα βήματα του ανωτέρου του όμως δεν ξεχνάει πως είναι ένας από “εκείνους”, και ο επαρχιώτης έντιμος αστυνόμος που έρχεται τηρώντας τους κανόνες και τους τύπους όμως δεν αργεί να φάει τα μούτρα του.
Η ταινία ξεκινάει με μια αρκετά μεγάλη σε διάρκεια εισαγωγή στην οποία παρακολουθούμε τους τρεις αστυνομικούς στην αρχή της βάρδιας τους να περιπολούν και να συναντούν τους χαρακτήρες που θα παίξουν κομβικό ρόλο στη συνέχεια της ιστορίας, ενώ παράλληλα γνωρίζουμε και το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα η ιστορία.
Παρότι ο σκοπός επιτυγχάνεται, και ο θεατής στη συνέχεια αντιλαμβάνεται γιατί σπαταλήθηκε τόσος χρόνος, δεν παύει αυτή να είναι σπατάλη, με την απειρία του Ly να ευθύνεται για το ότι δε μπόρεσε να βρει έναν λιγότερο τυπικό τρόπο να γίνουν αυτές οι συστάσεις.
Έστω όμως και με καθυστέρηση, μια κλοπή ενός μικρού λιονταριού από το τσίρκο είναι η σπίθα που ανάβει τη φλόγα, με τους τρεις αστυνομικούς να τρέχουν για να προλάβουν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους πριν σκάσει η βόμβα στα χέρια τους.
Και εκεί που νομίζουν πως τα κατάφεραν, αντιλαμβάνονται πως με το τρόπο δράσης τους προκάλεσαν τα χειρότερα…
Η δεύτερη και η τρίτη πράξη του Les Misérables είναι πραγματικά καταιγιστικές.
Όχι, μη περιμένετε κυνηγητά και πιστολίδια, δεν είναι ταινία του Luc Besson, όμως ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η ιστορία και σαν ντόμινο τα γεγονότα οδηγούν την πυριτιδαποθήκη του γκέτο στη βέβαιη έκρηξη, σου κόβει την ανάσα.
Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια ταινία που έχει δυναμική πλοκή αλλά με ένα σχεδόν αφόρητα ρεαλιστικό κοινωνικό θρίλερ που αποτυπώνει άψογα μια σκληρή πραγματικότητα με όλα της τα πιόνια να βρίσκονται στο τραπέζι και να απειλούν.
Η τροφή για σκέψη που προσφέρει το Les Misérables είναι το μεγαλύτερό του επίτευγμα, όμως παράλληλα, θα μου επιτρέψετε να φοβάμαι πως υπάρχουν εκεί έξω αρρωστημένα μυαλά που μπορούν να διαβάσουν το ρεαλισμό της ταινίας με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Τίτλους δε χρειάζεται να αναφέρω, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε δει αρκετές ταινίες που χαρακτηρίστηκαν αριστουργήματα, καλύτερες ταινίες της χρονιάς και διάφορα τέτοια υπερβολικά.
Εγώ ήμουν σε αυτούς που ακόμα την έψαχνα και νομίζω πως τη βρήκα στο Les Misérables.
Στους κινηματογράφους από 14 Νοεμβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής