Το 1999 ο Edward Norton διαβάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του Jonathan Lethem είχε ήδη προεικάσει την μεταφορά του στην κινηματογραφική οθόνη.
Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη επαφή του με το λογοτεχνικό έργο κάνει αυτή την επιθυμία του πραγματικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο έντονα προσωπικό.
Ο Norton, από την αρχή, δεν θέλησε να μείνει πιστός στο μυθιστόρημα.
Όπως σε μια όποια καλή διασκευή, ο Norton «μεταφράζει» την αύρα του μυθιστορήματος μέσα από μια προσωπική ανάγνωση, και προσαρμόζει το έργο στα κινηματογραφικά δεδομένα.
Άλλωστε, η αντίληψη ότι μια καλή μετάφραση συνεπάγεται να είναι πιστή μετάφραση έχει πλέον ξεπεραστεί, και μαζί της η σημασία του «αυθεντικού» έργου.
Στα μεταδομικά πλαίσια, το κείμενο δεν είναι παρά μια ακόμα όψη, μια ερμηνεία μέσα σε θάλασσες υποκειμενικών αντιλήψεων, η κάθε μια επιρρεπής σε αλλαγές και συνάμα το ίδιο αληθινή με τις υπόλοιπες.
Έτσι, στην προσαρμογή του, ο Norton μεταφέρει την υπόθεση της ταινίας του είκοσι χρόνια νωρίτερα από αυτήν του μυθιστορήματος, αφού μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της Νέας Υόρκης τις δεκαετίες του 1950 και 1960, αντλείται μια ευκρινής συσχέτιση με καίρια κοινωνικά ζητήματα στην Αμερική του σήμερα.
Η υπόθεση δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα, αφού μπορεί να θεωρηθεί αρκετά καθορισμένη με βάση τις νόρμες που καθιέρωσαν ιστορικά πολλές ταινίες του ίδιου αφηγηματικού ύφους.
Πιο σύγχρονες ταινίες όπως το Chinatown και το Mulholland Falls, φαίνεται να είναι η πρώτη πηγή έμπνευσης, ενώ αυτές με τη σειρά τους αντλούν τις πηγές τους από ταινίες Film Noir και Κλασσικού Hollywood.
Με βάση αυτά, η υπόθεση η οποία επικεντρώνεται στις προσπάθειες του ιδιωτικού ντετέκτιβ Lionel Essrog (Edward Norton, Collateral Beauty) να φτάσει στην πηγή της δολοφονίας του μέντορα και συνεργάτη του Frank Minna (Bruce Willis, Glass), ξεσκεπάζοντας στην πορεία όλο και μεγαλύτερες συνωμοσίες, αποτελεί μια αφηγηματική πορεία η οποία είναι περισσότερο από γνώριμη.
Ο Norton επιλέγοντας τη συγκεκριμένη περίοδο να τοποθετήσει την ιστορία του, αποδίδει φόρο τιμής στην κινηματογραφικά ιστορική περίοδο του μοντέρνου Noir.
Και ενώ μια στροφή προς μια άλλη περίοδο από αγάπη προς αυτήν αποτελεί αξιοσέβαστη κίνηση για οποιοδήποτε καλλιτέχνη, βλέπουμε συχνά την εκμετάλλευση της άγνοιας του σύγχρονου κοινού προς πρωτοποριακές μορφές έκφρασης, και την παρουσίαση μιας απομίμησης αυτών ως αυθεντικά έργα, τα οποία εκμεταλλεύονται μια σπουδαιότητα η οποία δεν είναι δικιά τους.
Το Motherless Brooklyn δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.
Ο Norton χρησιμοποιεί την λογοτεχνική πηγή σε συνδυασμό με την αισθητική και τις αφηγηματικές τεχνικές αυτών των κινημάτων για να φέρει στην επιφάνεια επίκαιρα ζητήματα της σύγχρονης Αμερικής.
Από τον θεσμικό ρατσισμό, στην ομοιογενοποίηση στις μεγάλες πόλεις, μέχρι και την επιλογή του Alec Baldwin (A Star Is Born), γνωστός και για την σατιρική ερμηνεία του ως ο Ντόναλντ Τράμπ στο Saturday Night Live, το Motherless Brooklyn σχολιάζει τα ζητήματα αυτά στην διαχρονική μορφή τους.
Δεν θα μπορούσα να παραλείψω ένα σχολιασμό και για την ερμηνεία του Norton, ο οποίος υποδύεται τον Lionel, ένα μοναχικό χαρακτήρα με σύνδρομο Tourettes σε μια εποχή όπου η ενημέρωση αναφορικά με την πάθηση αυτή ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Και ενώ η ερμηνεία του δεν είναι αλάνθαστη, κάτι που οφείλεται και στην ίδια την φωνή του κατ’ εμένα, ο ίδιος καταφέρνει να σε πείσει, όχι μόνο για την αυθεντικότητα της πάθησης του, αλλά και για την ψυχολογική βλάβη που του προκαλεί.
Στους κινηματογράφους από 28 Νοεμβρίου.
Αντριάν Σαλτέ.