Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης είχε μελετήσει τον Τσάρλι Τσάπλιν και τη ζωή του για μια θεατρική παράσταση πριν δύο περίπου χρόνια.
Φαίνεται πως ο ίδιος τότε ανακάλυψε τον κινηματογράφο του Τσάπλιν και θέλησε να μας ενημερώσει και εμάς.
Να μην πάει και τόση έρευνα χαμένη.
Η διαμόρφωση μιας ιστορίας ενός σύγχρονου Τσάπλιν είναι αναμφίβολα φιλόδοξο σχέδιο, και πιθανώς να πηγάζει όντος από μια αγνή αγάπη για τον κινηματογράφο αυτό.
Παρόλα αυτά, ο Τσαλταμπάσης δεν καταφέρνει να εκφράσει ούτε την κωμωδία ούτε την μαγεία του Τσάπλιν.
Η υπόθεση είναι και αυτή λίγο περίεργη, και όχι με την καλή έννοια.
Ο Τσάρλι ξεπηδά από το παρελθόν και προσγειώνεται στο σύγχρονο παρόν.
Ένας ρομαντικός περιπλανώμενος ονειροπόλος, μια ύπαρξη ευαίσθητη και τρυφερή που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση.
Ένα μεσημέρι, καθισμένος στο παγκάκι ενός πάρκου, ξεφυλλίζει μια εφημερίδα στην οποία υπάρχει ένα μήνυμα αποκλειστικά για αυτόν.
Εάν περάσει πέντε δοκιμασίες με επιτυχία, τότε ένας πολύ μεγάλος θησαυρός θα γίνει δικός του.
Χωρίς να χάσει χρόνο, αποδέχεται την πρόκληση και από αυτό το σημείο ξεκινάνε οι περιπέτειες του.
Είναι ξεκάθαρο πάντως, πως ο Τσαλταμπάσης μέσα στην έρευνα του για τον Τσάπλιν, απέκτησε μια εκτενής κατανόηση του έργου του, και αυτό εκδηλώνεται τόσο με την κίνηση του όσο και με το γεμάτο ανθρωπιά χιούμορ που υιοθετεί.
Αυτό όμως δεν είναι αρκετό.
Η ταινία αποτυγχάνει να απαντήσει σε μια απλή αλλά συνάμα ουσιαστική ερώτηση: Γιατί να δει κανείς το Τσάρλι;
Γιατί, δηλαδή, να μην δει ταινίες του Τσάπλιν;
Τι προσθέτει στον διάλογο;
Το Τσάρλι θα μπορούσε να αποτελεί μια εξερεύνηση των κοινωνικών αλλαγών των δύο εποχών.
Ή να μελετά την παρουσίαση της οικονομικής εξαθλίωσης στους δύο αυτούς κόσμους.
Θα μπορούσε να υφίσταται μια οντολογική προσέγγιση στη φύση της διασκευής, κάτι σαν το Psycho του Gus Van Sant, το Adaptation του Spike Jonze, ή το Arrival του Denis Villeneuve.
Θα μπορούσε μέσα από το Τσάρλι να διαφαίνεται η ανάγκη επανεξέτασης του βωβού κινηματογράφου στα σύγχρονα δεδομένα.
Ο Τσαλταμπάσης όμως μένει στην επιφάνεια.
Οι καλύτερες σκηνές στην ταινία του είναι αυτές που δανείστηκε από τον Τσάπλιν.
Έχουμε, μεταξύ άλλων, τη σκηνή στο μνημείο στη μέση της πλατείας και την επαναφορά της όρασης της αγαπημένης του από το City Lights, την σκηνή του θεατρικού αυτοσχεδιασμού από το The Circus, και την σχέση του με το παιδί από το The Kid.
Αυτές οι σκηνές θα ήταν σημαντικότερες εάν είχαν τη λειτουργία της υποστήριξης μιας πιο ουσιαστικής ταινίας.
Το χειρότερο όμως για μένα ήταν το Sound Design και το Editing.
Κακώς ηχογραφημένοι και διαπεραστικοί ήχοι σε μορφή καρτούν.
Η εικόνα και τα cuts θύμιζαν συχνά τηλεοπτική διαφήμιση, ενώ κάποιες άλλες φορές θύμιζαν μουσικό βιντεοκλίπ.
Δεν λέω πως έπρεπε να μιμηθεί την αισθητική της πηγής του, απλά ότι το έχασε στην μεταφορά.
Σε γενικές γραμμές, ο Τσαλταμπάσης προσπαθεί να μας μεταφέρει την ανθρωπιά και την τρυφερότητα που τόσο καλά εκφράζει ο Τσάπλιν.
Δυστυχώς όμως, το έργο αυτό αποδεικνύεται υπερβολικά δύσκολο για να μπορέσει να υλοποιηθεί.
Ταυτόχρονα, η ταινία του θα δυσκολευτεί να βρει κοινό.
Οι φαν του Τσάπλιν θα απογοητευτούν από αυτή τη μετασκευή, ενώ αυτοί που δεν έχουν δει ταινίες του θα δυσκολευτούν να κατανοήσουν τι προσπαθεί να κάνει ο Τσαλταμπάσης.
Ήταν πάντως περίεργο να βλέπω έγχρωμη βουβή ταινία.
Στους κινηματογράφους από 12 Δεκεμβρίου.
Αντριάν Σαλτέ.