Σε σκηνοθεσία Γιάννη Παπαδάτου και σε συνεργασία με τον Γιάννη Τσιμιτσέλη, ο οποίος διασκευάζει το σενάριο της ταινίας «Issiz Adam» (2008) του Τσαγκάν Ιρμάκ, το «...Για Πάντα» περιγράφεται ως μία μοντέρνα ιστορία αγάπης που δυναμώνει, αναπνέει και πονάει στους έντονους ρυθμούς της ζωής του σήμερα, κάτι που αποτελεί σε κάποια σημεία της ταινίας μια σχετικά εύστοχη περιγραφή της.
Το πως θα κρίνει κανείς την ταινία αυτή όμως, θα εξαρτηθεί από το πως θα την προσεγγίσει.
Για μένα το «...Για Πάντα» απέκτησε ουσία όταν συνειδητοποίησα πως πρόκειται για μια ταινία καθαρά εφηβική.
Οι αντιλήψεις της ταινίας περί έρωτα, σεξ, ρομαντισμού, μοναξιάς και τέχνης υφίστανται στοιχεία σαφώς εφηβικά και συνεπώς ιδανικά για αυτούς.
Ο έφηβος ενδεχομένως θα γελάσει, θα κλάψει και θα ερωτευτεί.
Εγώ, από την άλλη, όχι.
Ταυτόχρονα, η ταινία μοιάζει να διαχωρίζεται σε δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η ζωή του Πέτρου (Γιάννης Τσιμιτσέλης) καθώς και η γνωριμία του με την Ζωή (Κατερίνα Γερονικολού).
Η ρουτίνα του Πέτρου πριν την Ζωή (σημειώστε εδώ τον συμβολισμό στο όνομα), φαίνεται να δανείζεται πολλά από το Shame του Steve McQueen.
Ο ίδιος αποτελεί μια απροσπέλαστη φιγούρα που αναζητά κάποιου είδους επαφή μέσα από το απρόσωπο και χωρίς νόημα σεξ.
Σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του Fassbender όμως, ο Πέτρος δεν χαρακτηρίζεται από όλες τις ψυχολογικές αποχρώσεις που θα τον καθιστούσαν ενδιαφέρον πρόσωπο.
Η γνωριμία του με την Ζωή είναι εξίσου ρηχή.
Αυτό που τους φέρνει κοντά φαίνεται να είναι η προσπάθεια του Παπαδάτου να ανυψώσει την ταινία του βομβαρδίζοντας μας με δήθεν ποιοτικό υλικό: Τζαζ, καλό κρασί, παλιοί δίσκοι μουσικής, φωτογραφικές Polaroid, υψηλή μαγειρική, και αναφορές σε σχολές καλών τεχνών, όλα αυτά δημιουργούν τον «ξεχωριστό» κόσμο των πρωταγωνιστών μας μέσα στον οποίο αναπτύσσεται η σχέση τους.
Το δεύτερο μέρος βλέπει τον ερχομό της μητέρας του Πέτρου (Όλγα Δαμάνη), και εκεί πάει λίγο καλύτερα το πράγμα.
Η Δαμάνη κυριολεκτικά σώζει την κατάσταση, τόσο με την υποκριτική της, όσο και με τον χαρακτήρα που υποδύεται.
Με τη δική της εμφάνιση, κάνουν την εμφάνιση τους και κάποια πιο ουσιαστικά ζητήματα.
Βλέπουμε, κατ’ αρχάς, την διαφοροποίηση του ανθρώπου της πόλης με του χωριού με ένα πολύ διακριτικό τρόπο.
Πως δηλαδή η επιτυχία του ανθρώπου της μεγαλούπολης θεωρείται συχνά προσωπική επιτυχία αφού κτίζεται πάνω στη μοναξιά.
Αλλά η βασική διαφορά φαίνεται στις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ του Πέτρου, της μητέρας του, και της Ζωής.
Η καλή σχέση της Ζωής με την μητέρα του Πέτρου, επιβεβαιώνει για τα καλά την σοβαρότητα της σχέσης τους και επιβάλλει στον Πέτρο να αποφασίσει για το μέλλον της.
Ταυτόχρονα, η μητέρα του βρίσκει στη Ζωή μια γραμμή επικοινωνίας με τη ψυχή του Πέτρου.
Γενικά, στις σκηνές όπου κυριαρχούσε η Δαμάνη, οι διάλογοι δεν έμοιαζαν τόσο αφύσικα στημένοι.
Πέραν όμως από κάποιους διαλόγους, το χειρότερο στοιχείο της ταινίας ήταν η φωτογραφία.
Κάθε σκηνή έμοιαζε διαφήμιση, και πολλές μάλιστα ήταν διαφημίσεις.
Είδαμε διαφημίσεις αυτοκινήτων, καφέ, μακαρονιών, αναψυκτικών, και καταστημάτων.
Όταν ήθελε να πάει κάπου ο Πέτρος: να μια σκηνή του αυτοκινήτου του, δείτε πόσο ομαλά και αθόρυβα κυλάει.
Όταν πήγε περίπατο η Ζωή με την μαμά του Πέτρου: δείτε τι ωραίο το εμπορικό κέντρο, και δείτε και πόσο πρακτικό είναι.
Η τοποθέτηση προϊόντων είναι κάτι το φυσιολογικό σε μια ταινία.
Όταν όμως γίνεται τόσο ξεκάθαρα και όταν η φωτογραφία ολόκληρης της ταινίας μοιάζει με διαφήμιση, τότε αυτό γίνεται ενοχλητικό.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, το πως θα κρίνει κανείς το «...Για Πάντα» εξαρτάται από την προσέγγιση του.
Ως μια εφηβική ρομαντική ταινία, αυτό που κάνει το κάνει καλά.
Δεν είμαι όμως σίγουρος αν η ταινία αποδέχεται την ταυτότητα της, ή αν προσπαθεί να πάρει τον εαυτό της πιο σοβαρά.
Στους κινηματογράφους από 1η Ιανουαρίου 2020.
Αντριάν Σαλτέ.