Έχοντας επιτέλους αφήσει πίσω του (οριστικά;) το σύμπαν των Transformers, ο Michael Bay επιστρέφει με μια νέα περιπέτεια δράσης, που μπορεί να μη προβάλλεται στις αίθουσες αλλά στο Netflix αλλά μη γελιέστε, είναι παλιός γνωστός μας Bay… με ότι καλό και κυρίως κακό αυτό συνεπάγεται.
Η ταινία μας συστήνει μία ομάδα ταλαντούχων και πολυμήχανων ανθρώπων που αναλαμβάνουν επικίνδυνες αποστολές.
Την ομάδα έστησε ένας δισεκατομμυριούχος tech guy και όσοι συμμετέχουν είναι τυπικά νεκροί, αφού έχει σκηνοθετήσει το θάνατό τους.
Δεν ξέρει ο ένας τα ονόματα του άλλου και οι αποστολές που αναλαμβάνουν δεν είναι μισθοφορικές, δεν παίρνουν εντολές από κανέναν, παρά μόνο από τον “1” που έχει βάλει σκοπό να καθαρίσει το κόσμο από τα μεγαλύτερα καθάρματα που τον λυμαίνονται.
Ο πρώτος τους στόχος είναι ο Rovach Alimov, τύραννος της χώρας Turgestan (το Τουρκμενιστάν χωρίς δικαιώματα!) που σφάζει και δηλητηριάζει αδιακρίτως τους συμπολίτες του.
Αποστολή τους να απελευθερώσουν τον δημοκρατικό αδερφό του Alimov που κρατείται αιχμάλωτος, να προκαλέσουν λαϊκή εξέγερση και φυσικά να βγάλουν μια και καλή από τη μέση τον Rovach.
Με ελαφρυντικό το ότι η εν λόγω ομάδα είναι ανεξάρτητοι και δεν ανήκουν σε καμία οργάνωση ή υπηρεσία, το στόρι όπως ήδη θα καταλάβατε από τη σύνοψη, ακολουθεί τη γνωστή αμερικάνικη world-saver νοοτροπία, κάτι αναμενόμενο από ταινία του Bay και δεν λαμβάνεται υπόψη από εμένα, όμως έπρεπε να προειδοποιήσω, μιας και αν κάποιος θεατής πάρει έστω και λίγο στα σοβαρά τα όσα συμβαίνουν, δεν είναι δύσκολο να εξοργιστεί.
Σκηνοθετικά έχουμε μία ταινία με φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του Michael Bay.
Γυρίσματα στις 4 άκρες του πλανήτη (Ρώμη, Άμπου Ντάμπι, Χονγκ Κονγκ, Λος Άντζελες), ατελείωτες καταστροφές συνοδευόμενες από ακόμα περισσότερες πανομοιότυπες εκρήξεις.
Πολύ μεγάλης διάρκειας σκηνές δράσης, από τις οποίες “λειτουργεί” ένα περίπου 30-40% με το υπόλοιπό να είναι απλά βαρετός θόρυβος χωρίς καμία φαντασία.
Μοντάζ και color-correction που προκαλεί επιληπτικές κρίσεις με τα πλάνα να διαρκούν πάνω από 2” μόνο όταν είναι μπροστά από κάποιο product placement.
Και το πιο διαβόητο κερασάκι της τούρτας, η διαχείριση της ιστορίας και των χαρακτήρων, με παντελή αδυναμία να κάνει οποιονδήποτε εξ αυτών να μοιάζει πραγματικά ανθρώπινος και συμπαθής.
Αν υπάρχει κάτι το διαφορετικό, αυτό είναι μόνο η αποτύπωση της γραφικής βίας, με τον Bay που συνήθως άφηνε τις σπλατεριές off-camera, εδώ να μας δείχνει σκασμένα κεφάλια και παλουκωμένα κορμιά, με το αίμα να ρέει γενικά άφθονο.
Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται και από κάτι άλλο, τις cringy απόπειρες για χιούμορ όμως εδώ έχουμε πραγματικά διαφορά, μιας και οι σεναριογράφοι Paul Wernick & Rhett Reese (Deadpool, Zombieland) τη ξέρουν τη δουλειά τους και μπορεί να μην πετυχαίνουν το στόχο τους 100% όμως έχουμε αρκετά, δυστυχώς όχι πολλά, ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα που ειδικά στις αφόρητης διάρκειας σκηνές δράσης ξυπνούν το θεατή.
Όσο για τους πρωταγωνιστές, παρότι έχουμε μία ακόμη ταινία με τον Ryan Reynolds (Deadpool 2) να υποδύεται τον ίδιο ρόλο, ο Bay καταφέρνει και τον κάνει να περάσει τελείως αδιάφορος, φυσικά μαζί με τους συμπρωταγωνιστές του [Mélanie Laurent (Mia and the White Lion), Manuel Garcia-Rulfo (Widows), Ben Hardy (Bohemian Rapsody), Adria Arjona (Pacific Rim: Uprising) και Corey Hawkins (BlacKkKlansman)], οι οποίοι είναι απλά συμπληρωματικοί.
Με κόστος που ξεπερνάει τα 150 εκατομμύρια δολάρια, αναδεικνύεται στην ακριβότερη παραγωγή που έχει αναλάβει να διανείμει το Netflix, όμως με τον Michael Bay στο τιμόνι δε νομίζω πως πραγματικά θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι συνταρακτικά καλύτερο.
Ένα σκηνοθετικά ανέμπνευστο δίωρο action-fest με μπόλικες κοιλιές και νεκρά σημεία αλλά και αρκετό χιούμορ για να ξυπνάει τα πνεύματα.
Και εις άλλα…
Αλέξανδρος Κυριαζής.