Τα Open Hearts, Brothers και After the Wedding την ανέδειξαν σε μία από τις αξιόλογες νέες φωνές του Δανέζικου κινηματογράφου και την έφτασαν μέχρι και την πεντάδα των Όσκαρ.
Η ενασχόλησή μου ωστόσο με το έργο της Susanne Bier ξεκίνησε αμέσως μετά, και αφού μέχρι σήμερα δεν είχε τύχει να δω τις προηγούμενες ταινίες της, η κυκλοφορία του αμερικάνικου remake ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στο πρωτότυπο After the Wedding.
Ο Jacob ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Ινδία όπου έχει οργανώσει ένα ορφανοτροφείο με προσωπική δουλειά και ελάχιστα μέσα.
Η κατάσταση όμως έχει φτάσει στα όρια και αναζητούν απεγνωσμένα κάποιο χρηματοδότη.
Η προσφορά μιας δανέζικης εταιρίας μοιάζει θεόσταλτη, με μοναδικό πρόβλημα, την επιθυμία του γενικού διευθυντή της εν λόγω εταιρίας, Jørgen, να πάει ο Jacob στη Δανία ώστε να τα συζητήσουν από κοντά.
Ο Jacob δεν έχει καμία επιθυμία να επιστρέψει στη πατρίδα του και να αφήσει μόνα τους τα παιδιά, ειδικά τώρα που πλησιάζουν τα γενέθλια του αγαπημένου του Pramod, όμως δε μπορεί να κάνει αλλιώς.
Τη μέρα που ο Jacob φτάνει στη Κοπεγχάγη είναι προγραμματισμένος ο γάμος της κόρης του Jørgen, έτσι μετά τη πρώτη τους συζήτηση, εκείνος τον προσκαλεί στη τελετή.
Εκεί όμως τους περιμένει όλους μια μεγάλη έκπληξη όταν συνειδητοποιούν πως η σύζυγος του Jørgen είναι η πρώην του Jacob και ο λόγος που έφυγε από τη χώρα, και σα να μην έφτανε αυτό, η κόρη που παντρεύουν είναι πιθανώς δικό του παιδί!
Όπως προείπα, η επαφή μου με το έργο της Bier περιορίζεται από το Things We Lost in the Fire και μετά, έτσι γνώριζα πως η δημιουργός συχνά διαχειρίζεται θέματα που μπορούν να χαρακτηριστούν μελό ή misery-porn όμως από τη δική μου εμπειρία, όχι πάντα αλλά τις περισσότερες φορές κατάφερνε να τα περάσει στο κοινό με τον πιο ευαίσθητο, ανθρώπινο αλλά και παράλληλα σκληρό τρόπο. Αυτό δυστυχώς δεν το καταφέρνει εδώ.
Στο After the Wedding έχουμε μια περίπτωση, καθαρού, μυρωδάτου… σαπουνιού!
Παρότι το σενάριο παρέχει τη δυνατότητα για μια πιο εσωτερική ανάπτυξη και μπόλικο food for thought, γύρω από την επιλογή του Jacob μεταξύ της δικής του κόρης και των ορφανών στην Ινδία, της κραυγαλέας διαφοράς βιοτικού επιπέδου μεταξύ Ινδίας και Δανίας, το τρόπο που η κόρη διαχειρίζεται το νέο και διάφορα ακόμα θέματα που εγείρονται, η ταινία καταλήγει να μοιάζει με εκπομπή “κοινωνικού περιεχομένου” με αρρώστιες, απιστίες, κραυγαλέες συμπτώσεις, εκβιασμούς, υστερίες και κάθε είδους τέχνασμα που βρίσκουμε συνήθως σε τηλεσαπουνόπερες, με κανένα από τα οποία δε μπορούμε πραγματικά να συμπάσχουμε μιας και δεν υπάρχει καμία παρουσίαση χαρακτήρων.
Με εξαίρεση κάποια extreme zoom που μπαίνουν τσόντα σε αρκετές σκηνές χωρίς λόγο και αιτία, η κινηματογράφηση είναι πάρα πολύ καλή, σχεδόν άγρια, με προσεγμένα άναρχη κίνηση της κάμερας και δυναμικό μοντάζ.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, ο Mads Mikkelsen είναι εκείνος που ξεχωρίζει όμως η ταινία συχνά πυκνά τον ξεχνάει στο παρασκήνιο και το σενάριο δε του δίνει την ευκαιρία να δείξει κάτι ιδιαίτερο.
Δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό μου πως αυτή η ταινία έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, όμως λίγη σημασία έχει αυτό πια, έχουν περάσει μια ντουζίνα χρόνια.
Μένει να δούμε πως έχει διαχειριστεί αυτό το υλικό ο Bart Freundlich στο επερχόμενο remake…
Αλέξανδρος Κυριαζής.