Για τα φετινά Χριστούγεννα, το BBC σε συμπαραγωγή με το αμερικάνικο FX μας ετοίμασε μία νέα διασκευή της κλασσικής ιστορίας του Charles Dickens, A Christmas Carol.
Μία ακόμα διασκευή θα σκεφτείτε, πόσο διαφορετική μπορεί να είναι;
Με τον Steven Knight των Peaky Blinders, Taboo και See στο τιμόνι, να δίνει υποσχέσεις για ένα πραγματικό βικτοριανό θρίλερ, οι προσδοκίες ήταν υψηλές, όμως φαίνεται το γλυκό μάλλον δεν έδεσε όπως θα περίμενε.
Με συνολική διάρκεια λίγο μικρότερη των 3 ωρών, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μία μεγάλη τηλεταινία παρά με μια σειρά, η οποία απλά είναι χωρισμένη σε κεφάλαια.
Τα production values γίνεται εξ αρχής φανερό πως είναι υψηλότατα, και το γεγονός πως στη παραγωγή βρίσκεται μεταξύ άλλων ο Ridley Scott και το Tom Hardy σίγουρα βοήθησαν να εξασφαλιστεί το υψηλό budget για μια ομολογουμένως ιδιαίτερα εντυπωσιακή απεικόνιση της Βικτοριανής Αγγλίας.
Το μεγαλύτερο στοίχημα του A Christmas Carol ήταν η αλλαγή του ύφους στη παρουσίαση της ιστορίας, με τις υποσχέσεις να λένε πως η σειρά αγγίζει τα όρια του horror, κάτι που θεωρητικά ακούγονταν εξαιρετική ιδέα.
Παρότι αυτό δεν επιτυγχάνεται ουσιαστικά ποτέ, χάρη στην πνιγηρή υποβλητική ατμόσφαιρα μπορούμε να πούμε ότι μέχρι ενός σημείου, η σκοτεινή διασκευή που μας είχαν υποσχεθεί υλοποιείται.
Το ζήτημα είναι αν έγινε και σωστά…
Το βασικό στόρι με τον κακιασμένο Scrooge και τα τρία πνεύματα παραμένει ίδιο, όμως το σενάριο του Knight πήρε αρκετές ελευθερίες ώστε να προσθέσει σκληρό ρεαλισμό.
Παρότι λοιπόν η σκαλέτα δε χαλάει, η συνταγή δε δένει όπως θα έπρεπε, με τις αλλαγές όχι μόνο να αφαιρούν την μαγεία και στη τελική και την ουσία της ιστορίας του Ντίκενς, αλλά να μη καταφέρνουν καν να εναρμονιστούν με αυτή ώστε να έχουμε ένα πειστικό αποτέλεσμα.
Αυτές οι αλλαγές δεν είναι και καθόλου ισορροπημένες, με την εισαγωγή και το ταξίδι στο παρελθόν με το πρώτο φάντασμα να διαρκεί πάνω από δύο -κουραστικές- ώρες, ενώ μέσα σε 45 λεπτά “ξεπετάει” τα δύο επόμενα φαντάσματα που μοιάζουν σχεδόν guest, και το θεωρητικό heart-warming φινάλε που περιορίζεται ουσιαστικά σε μία-δυο σκηνές να μην αρκεί ούτε κατά διάνοια να ζεστάνει τις καρδιές μας.
Μια ακόμα σεναριακή επιλογή που εντείνει την ανισορροπία της σειράς εντοπίζεται στο λόγο που χρησιμοποιείται στη σειρά, ο οποίος είναι, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου εξαιρετικά θεατρικός, πομπώδης, σχεδόν Σεξπηρικός, χάνοντας ακόμα λίγη από τη μαγεία του Ντίκενς.
Αν υπάρχει ένα στοιχείο για το οποίο δεν έχουμε κανένα παράπονο, το αντίθετο μάλιστα, είναι η ερμηνεία του Guy Pearce (Spinning Man), ο οποίος υποδύεται εξαιρετικά έναν άκαρδο Ebenezer Scrooge, κάνοντας ότι μπορεί, χωρίς να τον βοηθάει το σενάριο, για να μας πείσει για τη μετάλλαξή του προς την ανθρωπιά και το θαύμα των Χριστουγέννων.
Όσο για το υπόλοιπο cast, αρκετά καλοί οι Joe Alwyn (Mary Queen of Scots) και Vinette Robinson (Star Wars: The Rise of Skywalker) ως ζεύγος Cratchit, συμπαθητικός αν και λίγο εκτός κλίματος ο Stephen Graham (The Irishman) ως Marley, ενώ αντίθετα ο Andy Serkis (Black Panther) στο ρόλο του Ghost of Christmas Past πέφτει θύμα της υπερβολικής θεατρικότητας και γίνεται κουραστικός.
Τέλος, όσοι περιμένατε τον Tom Hardy, ατυχήσατε μιας και ο ρόλος του, που προφανώς δεν ήταν κάτι περισσότερο από cameo, κόπηκε στο μοντάζ.
Το A Christmas Carol δεν είναι μια τόσο κακή σειρά αλλά είναι σίγουρα μια αποτυχημένη διασκευή.
Οι αλλαγές μπορεί να την έκαναν πιο σκοτεινή όμως χάλασαν τη συνταγή, και το αποτέλεσμα είναι ένα μουντό, σχεδόν καταθλιπτικό σε αρκετές περιπτώσεις βικτωριανό δράμα με το μαγικό ραβδάκι του Χριστουγεννιάτικου πνεύματος να έρχεται και να το αγγίζει όταν είναι πια πολύ αργά και να είναι πολύ αδύναμο για να χαρίσει καρδιά στον Scrooge.
Αλέξανδρος Κυριαζής