Το διάσημο μιούζικαλ το οποίο μεταφέρθηκε στο θέατρο από τον Andrew Lloyd Webber έχοντας σαν βάση ποιήματα του T.S.Eliot, αποκτά εδώ και την κινηματογραφική του εκδοχή δια χειρός Tom Hooper.
Η επιλογή του Hooper στη σκηνοθετική καρέκλα, ενός Βρετανού δημιουργού δηλαδή που έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με το ιδιαίτερο και επίφοβο είδος του μιούζικαλ (Les Miserables) και μάλιστα με επιτυχία, ακουγόταν αρχικά ως κατάλληλη για αυτή την εξ ορισμού απαιτητική απόπειρα.
Σε αντίθεση όμως με την εκθαμβωτική θεατρική απόδοση, το πρωτοποριακό θέαμα, την απολαυστική μουσική παράσταση, το αποτέλεσμα της ταινίας δεν απέχει απλώς από τη συνηθισμένη εκδοχή, αλλά τείνει προς την παρωδία.
Εξ αρχής το έργο του Hooper έδειχνε δύσκολο, μιας και μιλάμε για ένα έργο το οποίο έχει καθιερωθεί ως ένα θεατρικό πρότυπο αποτελώντας σημείο αναφοράς στην κατηγορία των μιούζικαλ, με την όποια υπόνοια για κινηματογραφική μεταφορά του να ξενίζει.
Και δυστυχώς το σύνολο δικαιώνει τον σκεπτικισμό πολλών, με ένα άνευρο αποτέλεσμα που δείχνει άστοχα κωμικό μέσα από τις κακόγουστα ψηφιακές γάτες, οι οποίες δεν πείθουν κάτω από τα άχαρα οπτικά εφέ.
Μέσα σε όλα η απόδοση του σεναρίου χωρίς ζωντάνια, μας μεταφέρει άρρυθμα από σκηνή σε σκηνή, εναλλάσσοντας την αφήγηση ανάμεσα στην πλοκή και στα τραγούδια.
Κάπου στη μέση οι ηθοποιοί.
Αν και το καστ ακούγεται και είναι (θεωρητικά) σπουδαίο, αποτελούμενο από θεατρικούς και μη Βρετανούς ηθοποιούς [Judi Dench (Red Joan), Ian McKellen (The Good Liar), Idris Elba (Fast and Furious: Hobbs & Shaw) αλλά και ορισμένες εξαιρετικές γυναικείες φωνές [Taylor Swift (The Giver), Jennifer Hudson (The Three Stooges), τις περισσότερες στιγμές ο διάσημος θίασος μοιάζει χαμένος κάτω από τις τριχωτές ψηφιακές μάσκες, χωρίς να αποδίδουν ερμηνευτικά σε ατομικό επίπεδο.
Μόνο ορισμένα μουσικά κομμάτια δείχνουν να διασώζονται για όσους είναι φαν των τραγουδιών, αλλά το γενικό σύνολο απογοητεύει, αμήχανο τελικά μακριά από το φυσικό του χώρο, το θεατρικό σανίδι.
Στους κινηματογράφους από 23 Ιανουαρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.