To The Lighthouse περιγράφει τη συνάντηση δύο φροντιστών ενός φάρου, σε ένα ανεμοδαρμένο νησί που μοιάζει να τοποθετείται σε μια παράλληλη πραγματικότητα.
Κατ’ ακρίβεια, το κάθε στοιχείο της ταινίας μοιάζει να μην είναι ακριβώς πραγματικό.
Βρίσκεται στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ονείρου και εφιάλτη, ζωής και θανάτου.
Γυρισμένη σε μια ιδιαίτερη μορφή ασπρόμαυρου φιλμ, η ταινία δεν αρκείται στην απεικόνιση της τρέλας˙απεναντίας, δημιουργεί την αίσθηση αυτή της τρέλας στο θεατή της, ο οποίος δεν μπορεί να τοποθετήσει αυτά που βλέπει σε γνώριμες αισθήσεις.
Τίποτα δεν τον βοηθά.
Από την μονόχρωμη φωτογραφία μέχρι την σχεδόν θεατρική ερμηνεία του Willem Defoe (Motherless Brooklyn) ως Thomas Wake, η ταινία προκαλεί στο θεατή την αίσθηση ότι ο ίδιος χάνει τον έλεγχο, ωσάν να βρίσκεται σε μια μετάβαση από τη ζωή μέχρι τον θάνατο.
Ο δυσοίωνος Wake, το δυσμενές κλίμα, το καταραμένο νησί και οι εχθρικοί γλάροι, προκαλούν μια αυξανόμενη δυσφορία τόσο στον Thomas Howard (Robert Pattison, Good Time) όσο και στον θεατή, ο οποίος νιώθει το ίδιο χαμένος με τον πρώτο, καθώς βρίσκεται συνεχώς υπό την εντύπωση ότι κάτι κρύβεται από αυτόν.
Η αμφιλεγόμενη φύση αυτού του μυστικού είναι καθοριστική για την κατανόηση της ταινίας.
Εντούτοις, η προσπάθεια να αφομοιώσει κανείς κάποια μυστικά θα αποδειχθεί εκθεμελιωτικό λάθος, καθώς ο Robert Eggers φαίνεται να τιμωρεί αυτόν που ανακατεύεται εκεί που δεν πρέπει.
Αυτή η προσπάθεια κατανόησης εκλαμβάνεται ως αλαζονεία και ως βλασφημία, ως μια προσπάθεια κατάκτησης του απαγορευμένου, ύβρις που υπερβαίνει τον θεϊκό νόμο, ο οποίος θα επιφέρει αναπόφευκτα και την τιμωρία.
Το νησί αποτελεί σε αυτό το πλαίσιο, το πουργκατόριο, το τελικό στάδιο κρίσης σε μια τελευταία ευκαιρία εξάγνισης και αυτοκαθαίρεσης.
Ταυτόχρονα, το The Lighthouse ενδέχεται να αποτελεί μια ενδελεχή μελέτη της μοναξιάς και της τρέλας, δύο συναισθήματα που ο Eggers φαίνεται να χρησιμοποιεί σε συνάφεια με το δέος του θανάτου.
Τα στάδια της αποδοχής φαίνεται ωστόσο να καταλήγουν πάντοτε σε πανικό, απτή υπενθύμιση της απουσίας ελέγχου.
Το κλίμα και τα συναισθήματα που δημιουργεί το The Lighthouse αποδεικνύουν για ακόμη μια φορά το αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια ταινία με ένα τόσο περιορισμένο προϋπολογισμό.
Αυτή η ένταση όμως οφείλεται σε μεγαλύτερο βαθμό στους δύο πρωταγωνιστές.
Ο Defoe παρουσιάζει έναν ιδιαίτερα μεταμορφωτικό ρόλο, στον οποίο ο ίδιος είναι συνάμα γνώριμος και ξένος.
Η ομιλία του, η ιδιομορφία του, ακόμα και οι κλανιές του, φαίνεται να εμπλέκονται με τον χαρακτήρα του νησιού με απρόσκοπτο τρόπο.
Ο Pattison από την άλλη, ένας άκρως υποτιμημένος ηθοποιός, ο οποίος προσπαθεί χρόνια τώρα να αποβάλει την βρωμιά του Twilight, αποτελεί ό,τι εναντιώνεται σε αυτή, χαρίζοντας μας έναν από τους καλύτερους του ρόλους, ξεπερνώντας με ευκολία τους ρόλους του στα Good Time (2017), και High Life (2018).
Το The Lighthouse, με την κινηματογραφική του ευελιξία, τις ωμές θεματικές του και την εξαιρετική του ατμόσφαιρα, αποτελεί κατ’ εμένα, μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Και ενώ γενικά απεχθάνομαι τις σύγχρονες ταινίες που αποσκοπούν να μοιάσουν με παλιά κινηματογραφικά αριστουργήματα, συχνά μια προσπάθεια απόκτησης κύρους και όχι απόδοσης φόρου τιμής, το The Lighthouse φαίνεται να χρησιμοποιεί την ιδιαιτερότητα του ασπρόμαυρου φιλμ για την ενδυνάμωση του δικού της χαρακτήρα.
Στους κινηματογράφους από 30 Ιανουαρίου.
Αντριάν Σαλτέ.