O Terrence Malick αφηγείται παλιές ιστορίες αφανών ηρώων, εξυμνώντας την δύναμη της πίστης, σε μία τρίωρη κινηματογραφική ραψωδία.
Ο Αμερικανός auteur έφτασε στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του το 2011 κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με το αφαιρετικό «Δέντρο της Ζωής».
Στη συνέχεια πειραματίστηκε σε παρόμοιο ύφος με τρεις ακόμη ταινίες [«Μέχρι το Θαύμα» (2012), «Knight of Cups» (2015) και «Song to Song» (2017)], που δεν βρήκαν την ανάλογη αποδοχή, μοιάζοντας περισσότερο με αποτυχημένες κινηματογραφικές ασκήσεις ύφους.
Tο «Α Hidden Life» δομείται σε πιο συμβατικές φόρμες (τηρουμένων των αναλογιών, δεδομένου ότι πρόκειται για ταινία του Malick) σηματοδοτώντας την επιστροφή του στο αφηγηματικό σινεμά, όπου με βάση ένα ορθολογικό σενάριο διηγείται πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
H αληθινή ιστορία ενός αντιρρησία συνείδησης λαμβάνει χώρα το έτος 1939 σε ένα ειδυλλιακό αυστριακό χωριό, εκεί όπου ζει ο αγρότης Φραντς Γιαγκερστάτερ με την γυναίκα του Φραντζίσκα και τις τρεις κόρες τους.
Την ηρεμία της καθημερινότητάς τους, διακόπτει απότομα η επιστράτευσή του στον επερχόμενο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά εκείνος αρνείται να ορκιστεί πίστη στο ναζιστικό καθεστώς και βρίσκεται φυλακισμένος με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Παρά το ακριβό τίμημα που καλείται να πληρώσει, ο Φραντς είναι διατεθειμένος να υπερασπιστεί μέχρι θανάτου τα ιδανικά του.
Έχοντας στα χέρια του ένα πολύτιμο πρωτογενές υλικό, ο Αμερικανός δημιουργός ξεκινά περιγράφοντας την ζωή σε μια μικρή κοινωνία με ηθικές αξίες και ιδανικά διαβρωμένα από έναν υπέρμετρο εθνικιστικό φανατισμό.
Μέσα σε αυτήν την τεταμένη κατάσταση, στοχοποιείται ως προδότης –και με τις ευλογίες της υποταγμένης στους Ναζί εκκλησίας– ένας ειρηνιστής που τολμά να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον φασισμό.
Με εμφανής διάθεση πολιτικής κριτικής, το φιλμ ισορροπεί αρχικά σε μια συμβατική φόρμα γραμμικής αφήγησης, η οποία σύντομα αρχίζει να αποδομείται άλλοτε με ποιητικά voice overs κι άλλοτε με κάποια αληθινά ντοκουμέντα που διακόπτουν την μυθοπλασία.
Τα διαλογικά πλάνα εναλλάσσονται με στατικές εικόνες φυσικών τοπίων, ενώ η συνεχής χρήση ευρυγώνιου φακού παραμορφώνει την εικόνα προσδίδοντας μία γκροτέσκ αισθητική.
Όλα σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο είναι αλλοιωμένα και βρίσκονται υπό την επήρεια του ναζιστικού μορφώματος.
Με αυτόν τον εμφανή συμβολισμό, ο ήρωας απόκτα τα χαρακτηριστικά ενός αγίου και η ιστορία του μετατρέπεται σε μία θεολογική αλληγορία που εξυμνεί την θυσία του, αναζητώντας παράλληλα μέσα από φιλοσοφικά ερωτήματα την ύπαρξη του Θεού.
Κι αν όλα τα παραπάνω κάτι μας θυμίζουν, είναι γιατί ο Malick ακολουθεί για μία ακόμη φορά την γνωστή του μανιέρα, αντλώντας τις όποιες ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές ιδέες του από ήδη δοκιμασμένες συνταγές.
Η εντυπωσιακή σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ προσδίδει μία εικαστική μεγαλοπρέπεια στην δραματουργία, όχι όμως και την αναμενόμενη ένταση, αφού το υπερφίαλο στιλιζάρισμα υπερτερεί της ουσίας, ενώ τα φιλοσοφικά του ερωτήματα αποδεικνύονται απλοϊκότερα της μεγαλοστομίας που τα συνοδεύει.
Στους κινηματογράφους από 13 Φεβρουαρίου.
Γιάννης Αποστολίδης.