Το πολυβραβευμένο Honeyland, υποψήφιο και για Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ, ακολουθεί την Hatidze Muratova, μια μοναχική μελισσοκόμο σε ένα απομονωμένο χωρίο της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς ζει με την ανήμπορη γριά μητέρα της, σε συνθήκες ζωής που υφίστανται ασύλληπτες για το δυτικό κοινό.
Η ισορροπία της ζωής της θα αλλάξει δραματικά όταν μια οικογένεια θα εγκατασταθεί στο χωριό της.
Όταν αυτοί καταλάβουν ότι η παραγωγή του μελιού μπορεί να αποβεί κερδοφόρα, η ένταση μεταξύ τους θα αρχίσει να μεγαλώνει.
Μπροστά στα μάτια μας αρχίζει σιγά σιγά να διαφαίνεται ένας μικρόκοσμος.
Στον αγώνα της επιβίωσης μέσα από την εκμετάλλευση του άλλου, είτε αυτός είναι ένας ανταγωνιστής έμπορος, είτε είναι το ζώο που σου προσφέρει γάλα, είτε είναι η ίδιες οι μέλισσες, ο σύγχρονος κεφαλαιοκρατισμός φαίνεται να έχει διεισδύσει ακόμη και στις πιο απόμερες και απομονωμένες πλευρές του κόσμου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Hatidze αποτελεί το πιο ανίσχυρο στοιχείο, αφού είναι η μόνη που δεν προσπαθεί αδίστακτα να πατήσει πάνω σε κανέναν.
«Μισό μέλι για μένα, μισό για τις μέλισσες», εξηγεί, φανερώνοντας μας ότι η απόλυτη εκμετάλλευση του όποιου συστήματος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κυριολεκτικό πόλεμο εντός αυτού, όπως και γίνεται με τις μέλισσες του πατέρα της νέας οικογένειας Hussein Sam, ο οποίος δεν τους αφήνει μέλι και έτσι αυτές επιτίθενται στις μέλισσες της Hatidze για να πάρουν το δικό τους.
Θα μπορούσαμε να αναθέσουμε στην Hatidze κάποια πιο σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά, αφού η ίδια τοποθετείται σε μια αμφίδρομη σχέση με τις μέλισσες της, με την μητέρα της, αλλά και με τους νέους της γείτονες.
Ποτέ δεν προσπαθεί να εξαπλωθεί, και πάντα αρκείται με τα άκρως απαραίτητα, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψιν της το σύνολο του οικοσυστήματος μέσα στο οποίο ζει.
Ταυτόχρονα, όμως, η ίδια ρεμβάζει για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού, μαζί με έναν άντρα και μια οικογένεια.
Η πολύτεκνη οικογένεια που θα εγκατασταθεί εκεί, από την άλλη, εκφράζει ακριβώς το αντίθετο.
Οι απελπισμένες προσπάθειες επιβίωσης, τους οδηγούν σε αυθαίρετες και βεβιασμένες κινήσεις, λειτουργούν χαοτικά και αφήνουν πίσω τους την καταστροφή, όπως και εκμεταλλεύονται τα πάντα γύρω τους διαταράσσοντας την ισορροπία που υπήρχε πριν από αυτούς.
Το ντοκιμαντέρ ξεδιπλώνεται σχεδόν ως ταινία μυθοπλασίας, γεμάτο σκηνές τρυφερότητας, εμπόδια και βίαιες εξελίξεις, παραμένοντας την ίδια στιγμή απλό και απέριττο.
Οι συνθήκες ζωής, οι κοινωνικές λειτουργίες, και οι ανθρώπινες σχέσεις παραμένουν στο επίκεντρο του, και καθιστούν την θέαση του τόσο συγκλονιστική όσο και απολαυστική.
Στους κινηματογράφους από 20 Φεβρουαρίου.
Αντριάν Σαλτέ.