Το καλύτερο που θα μπορούσα να πω για αυτήν την ταινία είναι ότι περίμενα να δω κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που τελικά είδα.
Συχνά η απουσία δημιουργικότητας, η έλλειψη αυθεντικότητας, και η ανυπαρξία μιας ιδέας με περιεχόμενο, συμβαδίζουν με στοιχεία προσβλητικά και σαχλά, γεμάτα στερεότυπα και κοινοτοπίες, που στο σύνολο τους καθιστούν την ταινία όχι μόνο κακή, αλλά και οριακά επικίνδυνη όσον αφορά τις ιδέες που αυτή προβάλει.
Εντούτοις, το Like a Boss δεν εμπίπτει εξ ολοκλήρου σε αυτήν την κατηγορία.
Η ιστορία ακολουθεί δύο φίλες στην προσπάθεια τους να κτίσουν την επιχείρηση τους, η οποία επικεντρώνεται σε προϊόντα ομορφιάς τα οποία γιορτάζουν την διαφορετικότητα και την φυσική ομορφιά της κάθε γυναίκας, αντί να την καλύπτουν.
Η Rose Byrne (Instant Family) υποδύεται την Mel, που αποτελεί αυτό που νομίζουν κάποιοι στο Χόλιγουντ ότι είναι μια σοβαρή γυναίκα με στόχους.
Η Tiffany Haddish (The Kitchen) από την άλλη, υποδύεται την Mia, το απόλυτο στερεότυπο της sassy αφροαμερικανίδας που απαντά στην κάθε ερώτηση με ένα παρατεταμένο «αχά», και όταν κάτι δεν της αρέσει το σπάει.
Στην εταιρία καλλυντικών τους εργάζεται ο Barrett (Billy Porter), ένας ομοφυλόφιλος, επίσης sassy αφροαμερικάνος, και η μαμά του Στίφλερ.
Οι δύο αυτές φίλες, αντίθετες μεταξύ τους, θα συναντήσουν τον υπέρτατο ανταγωνιστή: την Salma Hayek!
Η Claire Luna (Salma Hayek, The Hummingbird Project), μεγιστάνας της βιομηχανίας καλλυντικών, αποπειράται να αγοράσει την επιχείρηση τους και να την μετατρέψει σε ένα στεγνό και σεξιστικό καπιταλιστικό brand όπως όλα τα υπόλοιπα.
Για κάποιο λόγο που υποτίθεται πως μας εξηγεί η ταινία, η Claire Luna την βρίσκει με το να καταστρέφει φιλίες.
Η φιλία των πρωταγωνιστριών μας όμως είναι υπερβολικά δυνατή, και ως εκ τούτου αντιστέκεται σε όλες τις δοκιμασίες του σύγχρονου καπιταλισμού, κάτι που δεν έγινε ποτέ στην ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Η ταινία προσπαθεί να ενταχθεί σε σύγχρονες συζητήσεις αναφορικά με τις κοινωνικές προσδοκίες που αφορούν τις γυναίκες, το μονοπώλιο των μεγάλων επιχειρήσεων, την κυνικότητα του νεοκαπιταλιστικού συστήματος και τους λόγους που εξακολουθούν να γυρίζονται τέτοιες ταινίες.
Και ενώ θα μπορούσε να εμβαθύνει και να προσεγγίσει αυτά τα ζητήματα με ένα πιο ώριμο και εμπρόθετο τρόπο, θα μπορούσε, όπως δυστυχώς βλέπουμε συχνά, να τα αντιμετώπιζε και με τρόπο πολύ πιο χυδαίο και προσβλητικό.
Οι αναφορές στο ότι οι γυναίκες είναι καλύτερες από τους άντρες είναι ελάχιστες, η προσβλητική απεικόνιση των λατινοαμερικάνων είναι μικρή, και δεν είναι όλοι οι ομοφυλόφιλοι της ταινίας φλογώδης και φανταχτεροί.
Αυτά θα πρέπει να μετρήσουν σαν κάποιου είδους νίκη.
Στους κινηματογράφους από 13 Φεβρουαρίου.
Αντριάν Σαλτέ.