Είχα την τύχη να γνωρίσω τον κ. Οικονομίδη κατά την περίοδο της κυκλοφορίας της προηγούμενης του ταινίας, Το Μικρό Ψάρι, σε κινηματογραφικό φεστιβάλ στην Κύπρο.
Πρόσωπο αμετάβλητο, απερίσπαστος χαρακτήρας, και μια εικόνα σοβαρή, αυτά καθιστούν στοιχεία που εσκεμμένα ή απρόθετα εντάσσει και στις ταινίες του.
Ταυτόχρονα, φαίνεται να συμπεριλαμβάνει στα έργα του και στοιχεία που υφίστανται βαθιά θαμμένα στην ψυχοσύνθεση ενός ατόμου ή ενός λαού˙ επιθυμίες, προβληματισμούς και φόβους.
Και αυτά με μια αξιοσημείωτη ισορροπία μεταξύ του κινηματογραφικού φαντασιακού και ενός ωμού ρεαλισμού.
Η ισορροπία αυτή είναι που καθιστά και την Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς ιδανική τόσο για ένα φεστιβαλικό κοινό, όσο και για το ευρύ κοινό.
Όπως αναφέρει το δελτίο Τύπου, Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς μας μεταφέρει στην ελληνική επαρχία, όπου «το ερωτικό πάθος διασταυρώνεται με την απληστία για το χρήμα, και τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται το ένα μετά το άλλο».
Η ταινία περιγράφει ουσιαστικά την σύγκρουση δύο πολύ διαφορετικών υποτιθέμενων κακοποιών, όταν ο ένας «κλέβει» την κοπέλα του άλλου.
Μέσα από αυτή τη σύγκρουση, ο Οικονομίδης επιχειρεί να δώσει φως σε κάποιες ανησυχίες που αφορούν την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια κοινωνία.
Η μορφή της γκανγκστερικής ταινίας είναι ιδανική για αυτό τον σκοπό.
Είμαστε ως θεατές τόσο συνηθισμένοι σε αυτού του είδους τη διήγηση, που οι παραμικρές αλλαγές μας φαίνονται τεράστιες.
Και αυτές οι αλλαγές είναι που εκφράζουν το διακύβευμα μεταξύ τραγωδίας και γελοιότητας.
Ο αδίστακτος μαφιόζος και ο αλήτης «σκυλάς» φαίνεται να είναι ευνουχισμένοι από τις μανάδες τους.
Το μονοπώλιο της μαφίας έχει πλέον διασκορπιστεί σε άλλες μορφές, όπως και ο κλασσικός κακοποιός, η τελευταία μορφή κοινωνικής αντίστασης και αυτονομίας, δεν έχει πια θέση στη νέα εποχή που διανύουμε.
Ο ένας τρώει τον άλλο και κανείς δεν μπορεί να βάλει τάξη στο χάος.
Στη βάση της ταινίας του, ο Οικονομίδης φαίνεται να προσεγγίζει τον αμοραλισμό και τις ψευδαισθήσεις που συντηρούνται στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού, της εσωτερίκευσης των δομών εξουσίας και ενδεχομένως της ανάληψης των ανάλογων ρόλων από μέρους μας, τις ιδεολογικές συγκρούσεις δύο γενιών, καθώς και την επίμονη επιβολή του παρελθόντος να συνεχίζει να επηρεάζει την επικαιρότητα.
Στον κόσμο του Οικονομίδη, όμως, όλες οι επιλογές είναι οι λανθασμένες, όλες οι αποφάσεις καταλήγουν σε καταστροφή.
Εμπίπτουν σε ένα σύστημα το οποίο δεν είναι φτιαγμένο για κανέναν.
Η τραγικότητα της ταινίας βρίσκεται στο παράδοξο γεγονός ότι οι ίδιοι οι μαφιόζοι δεν τα βγάζουν πέρα.
Αν το αδίστακτο κεφαλαιοκρατικό ιδεολογικό υπόστρωμα της ελληνικής κοινωνίας δεν επιτρέπει ούτε στον ανεξάρτητο μαφιόζο να επιβιώσει, όντας πλέον κουρασμένος και απελπισμένος, τι σημαίνει αυτό για τον μέσο Έλληνα;
Στους κινηματογράφους από 5 Μαρτίου.
Αντριάν Σαλτέ.