Η μεγαλύτερη δίκη της ιστορίας για την ιταλική μαφία, μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη με την σκηνοθετική οξυδέρκεια του Μάρκο Μπελόκιο.
Ο 80χρονος Ιταλός δημιουργός μπορεί να είναι κάπως ξεχασμένος από το κοινό τα τελευταία χρόνια, παραμένει ωστόσο ενεργός στην φιλμογραφία, ενώ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς σκηνοθέτες του παρελθόντος.
Διανοούμενος και αντικομφορμιστής, ξεκίνησε την καριέρα του την δεκαετία του ’70 ασκώντας οξεία κοινωνικοπολιτική κριτική με μία σειρά ταινιών («Γροθιές στην Τσέπη», «Ωραία Κοιμωμένη», «Vincere»).
Για πρώτη φορά στην φιλμογραφία του στρέφει τον κινηματογραφικό του φακό στην ιταλική μαφία και στο χρονικό της μεγαλύτερης δίκης που έγινε ποτέ για την Κόζα Νόστρα.
Η περίφημη «δίκη Μάξι», όπως ονομάστηκε, ξεκίνησε το 1986 και ολοκληρώθηκε το 1992 στο Παλέρμο, όπου κάθισαν στο εδώλιο μερικά από τα μεγάλα αφεντικά της σισιλιάνικης μαφίας και αναγνώσθηκαν 475 συνολικά καταδίκες.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο μεγαλομαφιόζος Τομάσο Μπουσέτα συνθηκολόγησε με την αστυνομία δίνοντας σημαντικές πληροφορίες που έριξαν φως στις στενές σχέσεις μαφίας-κράτους και οδήγησαν στο δικαστήριο ως κατηγορούμενο ακόμη και τον πρωθυπουργό της χώρας Τζούλιο Αντρεότι.
Χωρισμένο σε τρία μέρη, το 2,5 ωρών φιλμ ξεκινά από τον εμφύλιο που ξέσπασε ανάμεσα στις μεγάλες φατρίες του οργανωμένου εγκλήματος λόγω διαφωνιών για την διακίνηση ηρωίνης, αναγκάζοντας τον Μπουσέτα να τραπεί σε φυγή στο Ρίο της Βραζιλίας.
Στο δεύτερο μέρος, αποφασίζοντας να συνεργαστεί με την αστυνομία, επιστρέφει εκδιδόμενος στην Ιταλία και η δράση μεταφέρεται στο δικαστήριο.
Στο τρίτο μέρος τον συναντάμε μετά το τέλος της υπόθεσης, αποκομμένο από το έγκλημα, να κάνει τον απολογισμό του ζώντας σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων στην Φλόριντα των ΗΠΑ.
Και στα τρία μέρη ο Μπελόκιο διατηρεί μία αφηγηματική δομή που συνδυάζει γκανγκστερική δράση και κοινωνικοπολιτική κριτική.
Η καυστικά ειρωνική του ματιά στην «ηθική» της μαφίας δηλώνεται σε χαρακτηριστικές σκηνές όπου οι μαφιόζοι επικαλούνται τις ηθικές τους αξίες.
Αξίες που μοιάζουν πολύ με τα ιδανικά μιας, υποτίθεται, αξιοκρατικής κοινωνίας, στο παρασκήνιο της οποίας τα νήματα κινούνται με τον πιο ανήθικο τρόπο από την πανίσχυρη μαφία.
Οι ηθικοί κώδικες της Κόζα Νόστρα αποδομούνται όταν στην μέση μπαίνουν ισχυρά συμφέροντα και ο Μπουσέτα έρχεται αντιμέτωπος με κρίσιμα διλήμματα επιλέγοντας ως αυτολύτρωση την προδοσία.
Απόφαση που θα πάρει όχι μόνο για να σώσει την ζωή του αλλά και για να εξιλεωθεί.
Όλα τα παραπάνω θυμίζουν έντονα κλασικά φιλμ του είδους όπως «Ο Νονός» του Κόπολα, αφού κάπου εκεί κινείται στιλιστικά ο Μπελόκιο, διατηρώντας όμως την γνώριμη εικαστική του ταυτότητα, (η σκηνή που ο Μπουσέτα βλέπει σε όνειρο τον θάνατό του διαπνέεται από έντονο λυρισμό).
Χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από τον ρεαλισμό, αφηγείται στιβαρά και με συνέπεια τα γεγονότα, κάτι που τον αναγκάζει να μπει σε πολλές λεπτομέρειες.
Η σωρεία ονομάτων και λεκτικών αντιπαραθέσεων στο δικαστήριο ανακόπτει τον αφηγηματικό ρυθμό, αποτελώντας το μεγάλο (αλλά απαραίτητο για την ολοκληρωμένη εξέλιξη της πλοκής) μειονέκτημα του φιλμ.
Ο Μπελόκιο το αντιπαρέρχεται, με την σπουδαία ερμηνεία του πρωταγωνιστή Πιερφραντζέσκο Φαβίνο να αποτελεί τον άσσο στο μανίκι του, παραδίδοντας ένα αξιοπρεπές φιλμ, που δεν θα διεκδικήσει ποτέ τις δάφνες ενός «Νονού», αλλά πιθανότατα είναι η καλύτερη ταινία του τα τελευταία χρόνια.
Γιάννης Αποστολίδης.