Πόσο επιεικής δικαιούσαι να είσαι με έναν πρωτοεμφανιζόμενο δημιουργό, όταν όμως αυτός δεν είναι κάποιος πουθενάς πιτσιρικάς αλλά ένας έμπειρος και καταξιωμένος ηθοποιός που έχει καθοδηγηθεί από σκηνοθέτες όπως ο Christopher Nolan, οι αδελφές Wachowski, ο Peter Weir και ο Tomas Alfredson;
Σας πήρα από τα μούτρα, ε;
Ας το πάμε απ’ την αρχή.
Το Made in Italy είναι το δημιουργικό ντεμπούτο του James D'Arcy (Dunkirk), μια ρομαντική κομεντί με selling point τη παρουσία πατήρ Liam Neeson (Men in Black: International) και υιού Micheál Richardson (Vox Lux) σε ρόλου… τι άλλο, πατέρα και γιου.
Η ιστορία μας συστήνει τον Jack, έναν νεαρό που διευθύνει την γκαλερί που ανήκει στους γονείς της συζύγου του.
Όταν ο γάμος τους τελειώνει, του ανακοινώνουν πως απολύεται, όμως εκείνος αρνείται και τους ζητάει να του την πουλήσουν.
Υπάρχει μόνο ένα μικρό πρόβλημα, δεν έχει τα χρήματα!
Για να τα βρει, αποφασίζει να πουλήσει το παλιό σπίτι της Ιταλίδας μητέρας του, που σκοτώθηκε πριν χρόνια σε δυστύχημα, εκεί όπου πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ένα αρχοντικό στη Τοσκάνη που επί δεκαετίες στέκεται παρατημένο.
Μαζί με τον αποξενωμένο πατέρα του, τον μποέμ ζωγράφο Robert, φτάνουν στην Ιταλία, όμως παρά το ειδυλλιακό τοπίο, το κτίσμα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση και αν θέλουν από τη πώλησή του να βγάλουν κάποιο κέρδος, θα πρέπει πρώτα να το ανακαινίσουν.
Αυτό τους αναγκάζει να μείνουν για αρκετό διάστημα, διάστημα που τους δίνει την ευκαιρία να που πράγματα που τόσα χρόνια απέφευγαν, αλλά και για τον Jack να γνωρίσει την όμορφη σεφ Natalia.
Δεν υπάρχει ευγενικός τρόπος να το πω, στο Made in Italy δεν λειτουργεί τίποτα. ΤΙΠΟΤΑ!
Από μια “τουριστική” ρομαντική κομεντί δε περιμένεις μεγάλες πρωτοτυπίες, αλλά στη προκειμένη περίπτωση, η κατάσταση είναι αχαρακτήριστη.
Ένα σενάριο που μοιάζει λες και γράφτηκε από κάποιον τυχαίο τουρίστα με φαντασία που ερωτεύτηκε τη περιοχή και μουτζούρωσε σε μια χαρτοπετσέτα μια γλυκόπικρη ιστοριούλα, η οποία όμως δεν αναπτύσσεται πρακτικά καθόλου, φλυαρεί ακατάληπτα, με τους εξαιρετικά κακογραμμένους διαλόγους να καταστρέφουν το κάθε συναίσθημα, είτε αυτό είναι συγκίνηση είτε γέλιο είτε ρομαντισμός.
Η σκηνοθεσία ολοκληρώνει τη πανωλεθρία με το τρόπο που ο D'Arcy χειρίζεται τη κάμερα να θυμίζει 20χρονο πιτσιρικά που ακόμα δεν έχει τελειώσει καν τη σχολή και νομίζει πως μερικά “περίεργα” κάδρα αρκούν για να γίνεις ο νέος Σκορσέζε, με τα αποτελέσματα φυσικά να είναι τα εντελώς αντίθετα.
Κανένας έλεγχος πλοκής και ρυθμού, πλήρης αδυναμία προβολής των σωστών συναισθημάτων προσφεύγοντας σε φτηνές λύσεις προκλητικών μουσικών υποκρούσεων, και κυρίως πλήρης αποτυχία καθοδήγησης των ηθοποιών, κάνοντας όλο το cast να μοιάζει πραγματικά ατάλαντο.
Ναι, ακόμα και ο Neeson ειλικρινά δεν αντέχεται!
Αγαπητέ James D'Arcy, είσαι ένας πραγματικά αξιόλογος ηθοποιός, αλλά σε παρακαλούμε, περιορίσου μπροστά από τη κάμερα.
Δεν το ‘χεις…
Στους κινηματογράφους από 9 Ιουλίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.